Αποκαλύφθηκε η πιο πρώιμη πόλη στην Κρήτη μετά τη μινωική εποχή
Η πρωιμότερη πόλη της Κρήτη, μετά τη μινωική εποχή, αποκαλύπτεται από την ανασκαφή που φωτίζει «την εποχή της σιωπής» και βρίσκεται σε εξέλιξη στον Αζοριά από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή.
Ο Αζοριάς είναι το όνομα ενός ευδιάκριτου, στρογγυλευμένου, δίκορφου λόφου που δεσπόζει στον κόλπο του Μεραμπέλλου, ανατολικά του χωριού Καβούσι. Πρόκειται για στρατηγική θέση σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, πάνω στο φυσικό πέρασμα από την πεδιάδα του βόρειου τμήματος του Ισθμού της Ιεράπετρας στις κοιλάδες που δημιουργούν τα βουνά Καψά και Παπούρα του ορεινού όγκου της Θρυπτής.
Ο Αζοριάς συνδέεται, φυσικά, με τους σημαντικούς παράκτιους και εσωτερικούς εμπορικούς και επικοινωνιακούς δρόμους, καταλαμβάνοντας στρατηγική θέση στη βόρεια άκρη του Ισθμού της Ιεράπετρας, πραγματικός «διάδρομος» μεταξύ Αιγαίου και Μεσογείου.
6ος π.Χ. αιώνας
Η ανασκαφική έρευνα στον Αζοριά ξεκίνησε με κύριο στόχο τη διεύρυνση της φύσης της αρχαϊκής εγκατάστασης στην Κρήτη, εστιάζοντας σε μια σημαντική περίοδο πολιτισμικής αλλαγής, γύρω περίπου στον 6ο π.Χ. αιώνα, που θεωρείται κρίσιμο χρονολογικό κενό, πραγματική «περίοδος σιωπής» ή ακόμη μια δεύτερη «σκοτεινή περίοδος».
Η περιοχή δεσπόζει στην πεδιάδα του
Καβουσίου, την οποία κάποιοι μελετητές έχουν συνδέσει με τα εδάφη της «Λάρισα» που αναφέρει ο Στράβωνας (ΙΧ 5.19), πόλη που εγκαταλείφθηκε σε άγνωστη χρονική στιγμή στο πλαίσιο του συνοικισμού της Ιεράπετρας. Αν και ο Στράβωνας είναι, προφανώς, πολύ νεότερη και χρονολογικά ασαφής πηγή για αυτήν την πολιτική ένωση, η τοπογραφία της πεδιάδας του Καβουσίου – ως ευδιάκριτα χωριστή τοπογραφική επέκταση της πεδιάδας του Ισθμού – έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ακριβώς επειδή ο αρχαίος γεωγράφος υπογράμμισε ότι η πεδιάδα κάτω από την εγκαταλειμμένη πόλη στην εποχή του ονομαζόταν ακόμα «Λαρισία». Φυσικά πολλές διαφορετικές θέσεις έχουν προταθεί για ταύτιση με την αρχαία Λάρισα (όπως οι σύγχρονες θέσεις Κεντρί, Ανατολή και Βαϊνιά).
Επεκτατικές αξιώσεις
Διακόσια χρόνια μετά την εγκατάλειψή του, ο Αζοριάς ξανακατοικήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα μέσα στον 3ο αι. π.Χ. Η νέα αυτή εγκατάσταση φαίνεται ότι περιοριζόταν στην κορυφή της νότιας Ακρόπολης, αν και υπάρχουν στοιχεία μερικής επαναχρησιμοποίησης των αρχαϊκών ερειπίων του νοτιοανατολικού κτηρίου, ως αποθέτη απορριμμάτων και πρόχειρων κατασκευών.
Ο 3ος αι. π.Χ. είναι κρίσιμη περίοδος διακρατικών ανταγωνισμών με πρωταγωνιστές στην περιοχή τη Λατώ και την Ιεράπυτνα, που προέβαλαν εδαφικές αξιώσεις. Το βόρειο τμήμα του Ισθμού της Ιεράπετρας, η πεδιάδα του Καβουσίου και ο λιμένας του Θόλου μπορεί να είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τις επεκτατικές αξιώσεις της Ιεράπυτνας απέναντι στη Λατώ και στο ενδιαφέρον της για τον έλεγχο τόσο των βοσκοτόπων όσο και των λιμενικών εγκαταστάσεων κατά μήκος της ορεινής ενδοχώρας του Ίστρου και της Ολέρου.
Μια ελληνιστική φρουρά στον Αζοριά, που βρίσκεται στο στρατηγικής σημασίας σταυροδρόμι μεταξύ του Ισθμού και των βουνών της δυτικής Σητείας, των ακτών του βορρά και του νότου, θα μπορούσε να προστατεύει ή να εποπτεύει τα συμφέροντα της Ιεράπυτνας στα βόρεια παράλια – την ανατολική άκρη των αμφισβητούμενων εδαφικών αξιώσεων, που δεν επιλύθηκαν παρά μόνο με τις διακρατικές συνθήκες του 2ου αι. π.Χ.
Γενικότερα, ο Αζοριάς θεωρείται μια θέση ευρύτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι έχει διαπιστωθεί η διαρκής κατοίκησή του από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο, στην εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου, έως τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Στο φως πολλά μυστικά
Η πρώτη συστηματική ανασκαφή ξεκίνησε από το 2002 έως το 2006, υπό τη διεύθυνση των Λευτέρη Χατζόπουλου (Donald Haggis) και Margaret Mook από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ, με άδεια από το υπουργείο Πολιτισμού και υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, της ΚΔ’ Εφορίας Αρχαιοτήτων και του Ινστιτούτου για την Προϊστορία του Αιγαίου στην Ανατολική Κρήτη.
Τα επόμενα χρόνια, από το 2006 έως το 2012, ήταν η περίοδος της μελέτης, δημοσίευσης και συντήρησης. Φέτος ξεκίνησε η δεύτερη φάση ανασκαφής που θα διαρκέσει πέντε χρόνια (2013 – 2017). Στην ανασκαφή συμμετέχουν εκτός από είκοσι αρχαιολόγους με βοηθούς, πενήντα εθελοντές φοιτητές αρχαιολογίας από Αμερική, Αυστραλία, Σκοτία, Αγγλία και Γαλλία, 16 εργάτες και 4 γυναίκες για την πλύση των οστράκων.
Ο διευθυντής της ανασκαφής, αρχαιολόγος Λευτέρης Χατζόπουλος μίλησε για την φετινή ανασκαφή η οποία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. «Φέτος κάναμε στρωματογραφικές τομές για να αποκαλύψουμε τις πρώιμες φάσεις του οικισμού και την εξέλιξη της πόλεως.
Ψάχνουμε και διερευνούμε πώς ήταν η μετάβαση από τον οικισμό της Εποχής του Σιδήρου μέχρι την Αρχαϊκή Εποχή και να κατανοήσουμε το μέγεθος της αλλαγής. Σε τομές που ανοίξαμε φέτος φαίνονται τα εντυπωσιακά θεμέλια της Αρχαϊκής Εποχής. Μας κάνει εντύπωση το μέγεθος της εργασίας της Αρχαϊκής Εποχής και οι αλλαγές που έχουν γίνει από την εποχή του Σιδήρου.
Τα ευρήματα
Από τα σημαντικά ευρήματα της φετινής ανασκαφής είναι μία μεγάλη πήλινη βάση κρατήρα και ένα μαρμάρινο αρχαϊκό περιρραντήριο από μάρμαρα του Αιγαίου ή από την Αττική. Τα περιρραντήρια ήταν μαρμάρινες λεκάνες με νερό, στημένες κοντά στους βωμούς και χρησίμευαν στον τελετουργικό καθαρμό των πιστών και το ράντισμα των θυμάτων (όπως ο σημερινός αγιασμός).
Σε μεγάλο δωμάτιο με αγγεία αποκαλύφθηκε καμίνι αγγειοπλαστικής που χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα. Από τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης αποκαλύψαμε 4 δωμάτια από ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο ή ένα μεγάλο σπίτι. Δεν έχουμε μελετήσει ακόμα τα ευρήματα».
Η ιστορία της έρευνας στον Αζοριά
Η τρέχουσα έρευνα στον Αζοριά έχει τις ρίζες της στην εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα που διεξήχθη στην περιοχή του Καβουσίου από τον αρχαιολόγο Λευτέρη Χατζόπουλο (Donald Haggis) μεταξύ του 1989 και του 1992. Η επιφανειακή έρευνα κατέδειξε διασπορά μικρών εγκαταστάσεων της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (περίπου 1200-700 π.Χ.) στην ευρύτερη περιοχή του Αζοριά. Η εγκατάλειψη αυτών των οικισμών φαίνεται να συμπίπτει με μια μεγάλη ανάπτυξη της εγκατάστασης στον Αζοριά, η έκταση της οποίας υπολογίζεται σε περίπου 150 στρέμματα κατά τον 7ο – 5ο αι. π.Χ.
Η θέση είχε αρχικά ερευνηθεί από την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Ηarriet Boyd το 1900, η οποία είχε ξεκινήσει εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στην ανατολική Κρήτη, υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, ανασκάπτοντας έναν αριθμό αρχαίων θέσεων στο Καβούσι.
Παρόλο που ο Αζοριάς έγινε γρήγορα γνωστός ως μεγάλο αστικό κέντρο που γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά την αρχαϊκή περίοδο, από τις πρόσφατες ανασκαφές προέκυψαν νέα στοιχεία για πρωιμότερες φάσεις και δραστηριότητες. Για παράδειγμα, αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα οικισμού της τελικής Νεολιθικής, καθώς και σποραδικές ενδείξεις (επιφανειακά όστρακα ή τυχαία ευρήματα) για την ύστερη Προανακτορική (ΠM III-MM IA) και τη Νεοανακτορική περίοδο.
Δημόσιοι χώροι
Οι δημόσιοι χώροι στο κέντρο της αρχαϊκής πόλης περιλαμβάνουν:
Ένα συγκρότημα που ονομάστηκε “Ανδρείον”, αποτελούμενο από αποθηκευτικούς χώρους και τρεις κουζίνες, οι οποίες συνδέονται μέσω ενός πρόπυλου και ενός προθαλάμου με μια τραπεζαρία, και εσωτερικά δωμάτια που χρησιμοποιούνταν για σπονδές και προσφορές.
Στα ευρήματα από το συγκρότημα περιλαμβάνονται επίσης οβελοί, θραύσματα σιδερένιων όπλων, τμήματα ασπίδας και τμήματα χάλκινου κρητικού κράνους, που ανήκει σε τύπο γνωστό ήδη από το Αφρατί και τον Πρινιά.
Το Μνημειακό Δημόσιο Κτήριο (το λεγόμενο Πρυτανείο) που ήταν προφανώς μια πρώιμη αίθουσα τελετών ή συμποσίων, με αναβαθμούς για καθίσματα και ένα βοηθητικό κτήριο εξοπλισμένο για αποθήκευση για την προετοιμασία τροφής.
Ακριβώς στο βόρειο τοίχο του Μνημειακού Δημόσιου Κτηρίου, υπάρχει διμερές ιερό της ύστερης αρχαϊκής εποχής. Είναι κατασκευασμένο πάνω σε ένα πόδιο και είναι προσιτό μέσω εισόδου με κλίμακα στα δυτικά. Το νότιο δωμάτιο έχει κεντρική πετρόκτιστη εξέδρα ή ένα βωμό και μια εστία.
Διασκορπισμένα πάνω και γύρω από το βωμό βρέθηκαν δύο μικροσκοπικοί σκύφοι, ένα μικροσκοπικό χάλκινο κύπελλο, τρεις ραβδωτές βάσεις και 14 πήλινα αντικείμενα.
Τα ειδώλια
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο κυλινδρικά τροχήλατα ειδώλια, δύο δαιδαλικά ειδώλια, μια δαιδαλική πινακίδα φτιαγμένη με μήτρα, ένα ζωόμορφο ειδώλιο και τέσσερα χονδροειδή χειροποίητα γεωμετρικά ειδώλια. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα ανθρωπόμορφα ειδώλια είναι γυναικεία. Στα ευρήματα από το δωμάτιο περιλαμβάνονται επίσης μια χάντρα γυαλιού, ένα υφαντικό βάρος (σφονδύλι), ένα κομμάτι διπλωμένου χάλκινου ελάσματος και διάφορα θαλάσσια κοχύλια.
Αποκαλύφθηκαν, επίσης, ένας χαυλιόδοντας κάπρου και ένα θραύσμα κρανίου. Ο γειτονικός αποθηκευτικός χώρος, στα βόρεια, έδωσε ποικίλη κεραμική του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου αι. π.Χ. Ενδιαφέρον εύρημα, τέλος, ήταν ένας γεωμετρικός κρατήρας.
Οικιακή χρήση
Οι αρχαϊκές οικίες, που έχουν αποκαλυφθεί σε έξι σημεία του χώρου, δείχνουν μια στενή και ομόκεντρη τοποθέτησή τους σε συνάφεια με τις δημόσιες κατασκευές στην κορυφή της νότιας Ακρόπολης και με τάσεις επέκτασης και στη βόρεια Ακρόπολη.
Οι οικίες στον Αζοριά αντιπροσωπεύουν ενδιαφέρουσες παραλλαγές στο σχέδιο. Στα περισσότερα παραδείγματα ο αποθηκευτικός χώρος γειτονεύει άμεσα με την κύρια αίθουσα, ενώ η κουζίνα είναι ξεχωριστή κατασκευή, μερικές φορές ακανόνιστου σχήματος και προσβάσιμη από το κύριο κτίσμα μέσω ενός προαυλίου.
Από πλευράς ευρημάτων συνήθως οι κύριες αίθουσες αποδίδουν κύλικες, σκύφους, υδρίες και αμφορείς, καθώς επίσης και μικρούς διακοσμημένους πίθους, ενώ οι αποθήκες φαίνεται ότι λειτουργούσαν ως κελάρια, που περιείχαν τον εξοπλισμό για την πόση και το φαγητό. Ωστόσο, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελεί η αποθήκευση τροφίμων σε μεγάλους πίθους.
Στις κουζίνες υπάρχουν πάγκοι εργασίας, ενώ βρίσκουμε και σύνολα λίθινων εργαλείων και άλλον οικιακό εξοπλισμό, όπως τρίφτες τυριών, καθώς και πλούσια σειρά αγγείων για αποθήκευση, το μαγείρεμα και την κατανάλωση της τροφής.
Τα υπολείμματα τροφών είναι ποικίλα και συμπεριλαμβάνουν ελιές, σταφύλια, σιτάρι, αμύγδαλα, διάφορα δημητριακά και όσπρια, ενώ στα ζωικά υπολείμματα συγκαταλέγεται ο χοίρος, το πρόβατο, η αίγα και σημαντική ποσότητα ψαριών. Στα ευρήματα, τέλος, συγκαταλέγονται γεωργικά εργαλεία και αναθηματικά πλακίδια.
Επίσης, έχει αποκαλυφθεί ελαιοτριβείο αρχαϊκής περιόδου με μικρή αποθήκη με δύο μικρούς μυλόλιθους. Στη νοτιοδυτική πλαγιά του Αζοριά ανασκάφηκε μικρός θολωτός τάφος το 2006 που αποτελεί τμήμα των καταλοίπων της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.