Λάθος ότι η Γερμανία είναι η «κερδισμένη» του ευρώ
Υπάρχουν ορισμένα πράγματα στα οποία οι λογικοί άνθρωποι μπορούν σε μεγάλο βαθμό να συμφωνήσουν σε σχέση με τα προβλήματα της ευρωζώνης: η νομισματική ζώνη έχει κολλήσει σε μία κρίση που έχει επιφέρει αφόρητη ανεργία στη νότια Ευρώπη.
Δεν μπορεί να βρεθεί ικανοποιητική λύση για το πρόβλημα μέσω αποπληθωρισμού εφόσον αυτό θα προκαλούσε ραγδαία αύξηση στις πτωχεύσεις των ήδη υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Η κρίση πυροδοτήθηκε από την αμερικανική οικονομική αναταραχή και η Γερμανία συσσώρευσε μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών μετά την εισαγωγή του ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν σε μέγεθος στα αντίστοιχα ελλείμματα των προβληματικών χωρών.
Ωστόσο οι λογικοί άνθρωποι διαφέρουν και μεταξύ τους: Ο Niall Ferguson έγραψε πρόσφατα στους Financial Times ότι το ευρώ βοήθησε τη Γερμανία επειδή δημιούργησε πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών σε βάρος των χωρών του Νότου. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Οι ανισορροπίες των τρεχουσών συναλλαγών είναι ροές κεφαλαίων. Όταν το κεφάλαιο ρέει από τη χώρα Α στη χώρα Β, η οικονομία της χώρας Α επιβραδύνεται και η χώρα Β βιώνει άνθηση. Στη χώρα που ανθεί η οικονομία είναι λογικό να αυξάνονται οι εισαγωγές, ενώ η αύξηση των μισθών συμπιέζουν τις εξαγωγές. Το αντίθετο ισχύει για την άλλη χώρα. Για αυτό τον λόγο και μόνο, είναι παράλογο να λέμε ότι μία χώρα «κερδίζει» από ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ή «υποφέρει» από ένα έλλειμμα. Η άποψη αυτή έχει ξεπεραστεί από τον 19ο αιώνα.
Οι σημερινές προβληματικές χώρες ήταν οι αποδέκτες των κεφαλαίων που κινητοποιήθηκαν εξαιτίας της νομισματικής ένωσης. Το ευρώ κατάργησε τον συναλλαγματικό κίνδυνο, κι έτσι οι επενδυτές στις νότιες χώρες δέχτηκαν χαμηλότερες αποδόσεις. Οι εισροές κεφαλαίων πυροδότησαν περαιτέρω ξαφνική άνθηση, η οποία οδήγησε σε φούσκες, προκαλώντας τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Οι φούσκες έσκασαν όταν οι επενδυτές αρνήθηκαν να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση αυτών των ελλειμμάτων, αποχωρώντας από τις μη ανταγωνιστικές οικονομίες.
Η Γερμανία, υπό το ευρώ, ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κεφαλαίου και βυθίστηκε σε βαθιά ύφεση. Μόνο το ένα τρίτο των αποταμιεύσεών της επενδύθηκε πίσω στην πατρίδα. Ως αποτέλεσμα, τα πρώτα χρόνια του ευρώ, οι καθαρές επενδύσεις της χώρας, καθώς και οι ρυθμοί ανάπτυξης, ήταν οι χαμηλότεροι στην Ευρώπη. Η αυξανόμενη ανεργία ανάγκασε την κυβέρνηση Σρέντερ το 2003 να θεσπίσει επώδυνες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Όταν ανακοινώθηκε το ευρώ το 1995, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των σημερινών χωρών του ευρώ. Τώρα είναι έβδομο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για επίδοση του «κερδισμένου» του ευρώ.
Τα πράγματα άρχιζαν να ζωντανεύουν για τη Γερμανία μόνο μετά την έκρηξη της πιστωτικής φούσκας στη νότια Ευρώπη, διότι έγινε ασφαλές καταφύγιο για τις αποταμιεύσεις του Νότου. Η εμπιστοσύνη στη γερμανική ιδιοκτησία πυροδότησε μία έκρηξη κατασκευών η οποία (εφόσον το κεφάλαιο δε συνοδευτεί τεχνητά στο εξωτερικό) θα εξαλείψει σταδιακά τις ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και μία ακόμα διαφωνία μεταξύ μας. Ο καθηγητής Ferguson προτείνει τη θεσμοθέτηση της ανακατανομής μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, μέσω μίας εγγύησης των καταθέσεων, έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης και ευρωομόλογα. Ωστόσο, αυτά θα διαιώνιζαν τις διαρθρωτικές διαφορές στην ανταγωνιστικότητα, που προέκυψαν από την πιστωτική φούσκα της νότιας Ευρώπης. Θα διατηρούσαν τους μισθούς οι οποίοι δεν αντικατοπτρίζουν την παραγωγικότητα και θα μετέτρεπαν μία προσωρινή κρίση σε χρόνια κακουχία. Θα επέφεραν επίσης και ανατίμηση στο ευρώ, υπονομεύοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα στις πληγείσες οικονομίες.
Το να τα «κουτσοκαταφέρουμε» είναι η μόνη λύση. Η Γερμανία πρέπει να αποδεχθεί περισσότερο πληθωρισμό, ενώ οι νότιες χώρες οφείλουν να μειώσουν τον δικό τους ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία αναπροσαρμογή των σχετικών τιμών. Η διαδικασία αυτή, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής στις πληγείσες χώρες με την εξαίρεση της Ιρλανδίας, απαιτεί σκληρά μέτρα λιτότητας. Επομένως, θα χρειαστεί μόνο μετρίου επιπέδου δανεισμός μεταξύ των κυβερνήσεων. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει ήδη προετοιμαστεί γενναιόδωρα για το έργο αυτό.
Στις χώρες που δε μπορούν να αντεπεξέλθουν, θα πρέπει να επιτραπεί να αποχωρήσουν από το ευρώ και να επανενταχθούν αφότου έχουν πραγματοποιήσει υποτίμηση και εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η ευρωζώνη δεν είναι ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος· το ευρώ δε μπορεί να λειτουργήσει σαν το δολάριο. Θα πρέπει να είναι περισσότερο σαν το παλιό νομισματικό σύστημα Bretton Woods, σύμφωνα με το οποίο οι χώρες μπορούσαν να αποχωρούν και να επανεντάσσονται σε διαφορετικές τιμές. Η Ελλάδα θα επωφελούταν από μία ομαλή έξοδο που θα ακολουθούταν από υποτίμηση. Η «έξοδος» θα πρέπει να συνοδεύεται από κουρέματα τα οποία θα μετατρέπουν το χρέος σε εθνικό νόμισμα και από μία επιλογή για επανένταξη σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ενισχύοντας έτσι την προθυμία της χώρας για μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να είναι απαραίτητο και ένα κοινό μορατόριουμ χρέους για τις υπερβολικά υπερχρεωμένες χώρες.
Αυτό συνεπάγεται κινδύνους για τους επενδυτές. Αλλά, ο κίνδυνος από την αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω των ευρωομολόγων είναι πολύ μεγαλύτερος, όπως μας έχει δείξει η ιστορία των ΗΠΑ. Μετά τα αμοιβαίου τύπου κρατικά χρέη του 1971 και, ξανά, μετά το δεύτερο πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία το 1813, οι πολιτείες προχώρησαν σε τεράστιο δανεισμό. Η πιστωτική φούσκα που δημιουργήθηκε, έσκασε το 1837 και οδήγησε περισσότερες από τις μισές πολιτείες σε πτώχευση. Όπως έχει δείξει και ο Harold James του Princeton, το μόνο αποτέλεσμα της αμοιβαιοποίησης του χρέους ήταν ο αλληλοσπαραγμός.
Οι ΗΠΑ και η Ελβετία έχουν ρήτρες «no-bail-out» για τις πολιτείες και τα καντόνια. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να παραχωρήσουν δικαίωμα παρέμβασης στις κεντρικές τους κυβερνήσεις. Αλλά, ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος, αν ποτέ καθιερωθεί, σίγουρα δεν θα είναι πιο συγκεντρωτικό από τις ΗΠΑ ή την Ελβετία. Από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξει κανείς, η αμοιβαιοποίηση του χρέους είναι αδικαιολόγητη.
sofokleous10.gr