Μαθαίνουμε για τη Μεσκινιά την «ξορκισμένη» Ρεθεμνιώτικη συνοικία

Ποιος το περίμενε ότι κάθε στοιχείο γύρω από τη νόσο του Χάνσεν θα γινόταν σημείο αναφοράς. Τι δύναμη αλήθεια που αποκτά στον επηρεασμό της κοινής γνώμης ένα επιτυχημένο σήριαλ όπως το «Νησί».

Στο πνεύμα της επικαιρότητας και η στήλη, εντόπισε στο αρχείο του Γιάννη Δογάνη, ένα ακόμα από τα περίφημα χρονογραφήματα του Κ. που βλέπουμε τακτική τη δημοσιογραφική παρουσία του, στη μεταπολεμική περίοδο.

Αναφέρεται στη Μεσκινιά μια από τις συνοικίες του Ρεθύμνου που ήταν ταυτισμένη με το άδοξο τέλος και την απόλυτη απαξίωση. Και γράφει σχετικά:

«Ένας σωρός σπιτάκια, πάνω από το σημερινό νεκροταφείο. Ένα μικρό χωριό ή μια συνοικία του Ρεθύμνου που πήρε το όνομα Μεσκινιά από τους παλιούς κατοίκους της, τους Μεσκίνηδες.

Μεσκίνης, μια τουρκόφωνη λέξη που σημαίνει λεπρός.

Ίσαμε τους χρόνους της Κρητικής Πολιτείας, πράγματι εκεί κάθονταν μόνο λεπροί. Κυκλοφορούσαν ζητιανεύοντας ελεύθερα στην πόλη του Ρεθύμνου και νερό έπαιρναν από τη Βρύση που σήμερο είναι κολλημένη στο μανδρότοιχο του Δημοτικού Κήπου και που λέγεται κι ακόμα σήμερα Μεσκινόβρυση.

Δράμα ολόκληρο ή μάλλον Αισχύλειος τραγωδία η μεσκινιά στον καιρό της. Άνθρωποι με πεσμένες μύτες, με σαπιμένα αυτιά με Ιώβιες πληγές στα πόδια και στα χέρια, με μαδημένα φρύδια και μαλλιά, αφήνοντας στα γύρω τη βαριά δυσωδία της λέπρας, ζούσαν κει μέσα σε ανήλια, κάθυγρα και ακάθαρτα σπιτάκια χωρίς καμιά φροντίδα.

Άλλοι μπορούσαν να σύρουν το πληγιασμένο πτώμα τους, εις τα σοκάκια του Ρεθύμνου ζητώντας λίγο ψωμί ή καμιά δεκάρα. Άλλοι ακίνητοι σε μια καρέκλα στην πόρτα του σπιτιού των με τα χέρια πεσμένα από τη λεπρική γάγγραινα με τα πόδια ολόπριστα από τη λεπρική ελεφαντίαση, έβλεπαν να σαπίζουν μέρα με τη μέρα, παρουσιάζοντες στον ήλιο το δράμα που κλείνει κάθε νιόσκαφος τάφος.

Νεκροί αυτοί, τάφος το σπίτι τους, όπως ήταν γεμάτο ακαθαρσίες και υγρασία.

Κι όμως εζούσαν. Μέσα σε μια πολιτεία, σκορπίζοντας στο διάβα τους το μικρόβιο της λέπρας, το βάκιλλο του Χάνσεν.

Κι είναι τρομερά μεταδοτική η αναθεματισμένη αυτή αρρώστια.

Μια σωστή κόλαση του Δάντε, ή Μεσκινιά. Γιατί καθώς τους έλειπαν οι μύτες, τα χέρια, τα πόδια, καθώς το βλέμμα τους ήταν άγριο-το Λεόντειο προσωπείο-εθύμιζαν τις σελίδες της κόλασης του Δάντε κι άθελα ο επισκέπτης τους θυμίζουνταν τα λόγια του συνοδού του ποιητή στην κόλαση «γκουάρτα ε πάσα».

Και πραγματικά περνά κανείς γρήγορα τα σπίτια του κάθε Λεπροκομείου, σπρωγμένος από μια περιέργεια, μα κι από μια βία, να φύγει γρήγορα, από τον κόσμο που τον τρομάζει και τον ταράσσει σαν βρικόλακας.

Καθώς ήταν επάνω από το Νεκροταφείο η Μεσκινιά, στο κάθε σπίτι της, στον κάθε κάτοικό του, μπορούσες να δεις εύκολα ό,τι έκρυβε κάθε κλειστός τάφος του νεκροταφείου.

Τι δαιμονισμένη σύμπτωση.

Αν ο Βασιλεύς Φίλιππος είχε προστάξει τον υπηρέτη του κάθε πρωί ξυπνώντας τον, να του υπενθυμίζει πως είναι άνθρωπος, το Ρέθυμνο βάζοντας τη Μεσκινιά πάνω από το Νεκροταφείο του, έβλεπε, κάθε μέρα, που καταντά ο άνθρωπος.

Τι φρικώδες ντουέτο!! Ένα λεπροκομείο και στα πόδια του ένα νεκροταφείο!!

Μόνη ισορροπία, στο θέαμα αυτό, ήτο το Τούρκικο Κισμέτ.

Ο βαρύς ναργιλές, το παχύ κανταΐφι, το ραχατλίδικο κρεβάτι για τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο ζητούσε ο Τούρκος.

Όχι καθρέφτης του, η Μεσκινιά, μόνο Ουρί φιλήδονα, παραμυθένια και πιλάφι! Και ζωή αιώνια.

Μέσα στη νοοτροπία αυτή, της εποχής εκείνης, ψάξετε και θα βρείτε την αδιαφορία του Ρεθέμνου, τότε για τη Μεσκινιά.

Ύστερα οι Λεπροί πήγαν στην Σπιναλόγκα.

Και τώρα που το νεκροταφείο μπήκε ανάμεσα στα σπίτια τα εξοχικά του Ρεθύμνου και τα ερημικά καντηλάκια του, ενοχλούνται από τα ηλεκτρικά λαμπιόνια μας, πρέπει κι αυτό να πάει σε κάποια ερημιά ήσυχη, όχι γιατί μας ενοχλεί, μα για να μη του ενοχλούμε τη φιλόσοφη ρέμβη του, με το μεταπολεμικό παγκόσμιο κομφούζιο, το νέο πύργο της Βαβέλ».

Έχει κάποια σημασία η αναδημοσίευση χρονογραφημάτων μιας άλλης εποχής. Γιατί μας γνωρίζουν ένα τόσο άγνωστο Ρέθυμνο και μια κοινωνική ζωή τόσο ξένη με τα δεδομένα του σήμερα.

[rethnea.gr]