O Μichel Legrand για πρώτη φορά στην Αθήνα! Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Πέμπτη 6 Μαΐου
Είναι αναμφίβολα ο μέγιστος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής της τελευταίας πεντηκονταετίας. Για δεκάδες σκηνοθέτες από τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ στον Κλιντ Ήστγουντ και για τραγουδιστές από τον Φρανκ Σινάτρα στην Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Μισέλ Λεγκράν (Μichel Legrand ή Michel Le Grand, όπως το γράφουν οι φανατικοί οπαδοί του) είναι ο διάσημος Γάλλος συνθέτης και πιανίστας και ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.
Με περισσότερες από 200 συνθέσεις έργων για κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, εκατοντάδες άλμπουμ, 3 βραβεία Oscar (13 υποψηφιότητες συνολικά) και 5 Grammy, ο Michel Legrand αποτελεί πλέον ένα μύθο.
Έχει επενδύσει μουσικά τις ωραιότερες σκηνές που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, όπως στις ταινίες “Οι ομπρέλες του Χερβούργου”, “Υπόθεση Τόμας Κράουν”, “Summer of ‘42”, κα., και έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες με τα μεγαλύτερα αστέρια της μουσικής, όπως οι Frank Sinatra, Sarah, Vaughan, Ella Fitzgerald, Barbra Streisand, Dame Kiri te Kanawa, Dizzy Gillespie, Miles Davis, John Coltrane, και πολλοί άλλοι.
Αυτός ο μέγιστος συνθέτης των σάουντρακ έρχεται στις 6 Μαϊου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μαζί με την ορχήστρα του και θα μας χαρίσουν μια βραδιά με επιτυχίες όπως αριστουργηματικό «The Windmills of Your Mind» για την «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1968) και πάρα πολλά άλλα.
Πολύ πριν όμως γράψει αυτό το αριστουργηματικό σάουντρακ για την ταινία του Νόρμαν Τζιούισον, ο Μισέλ Λεγκράν υπήρξε ένα παιδί-θαύμα που σε ηλικία εννιά χρονών σπούδαζε πιάνο με την μεγάλη Νάντια Μπουλανζέ, ενώ μπορούσε άνετα να παίξει άλλα δώδεκα όργανα. Ήταν ένας έφηβος που λάτρευε την τζαζ και, και που στο μέλλον θα την συνδύαζε με την ελαφριά μουσική που ήξερε από τον πατέρα του Ραιημόν Λεγκράν, γνωστό διευθυντή ορχήστρας του είδους.
Σε ηλικία μόλις 20 χρονών θα έβλεπε το ντεμπούτο του «I Love Paris» (Columbia) με γνωστά τραγούδια για την Πόλη του Φωτός και τον Μάιλς Ντέηβις στην τρομπέτα να πουλάει 8 εκατομμύρια αντίτυπα και να μετατρέπεται σε ένα κλασσικό άλμπουμ του easy listening (δηλαδή της ελαφριάς μουσικής). Ενώ το 1955 ο μεγάλος Μωρίς Σεβαλιέ θα του προσφέρει την θέση του μουσικού διευθυντή στην ορχήστρα του και θα τον πάρει μαζί του στην τουρνέ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί ο Λεγκράν θα εκμεταλλευτεί τις μεγάλες πωλήσεις των δίσκων του για να ηχογραφήσει το «Legrand Jazz» με το λαμπρότερο καστ που θα μπορούσε να υπάρξει: Μάιλς Ντέηβις (τρομπέτα), Τζων Κολτρέην (άλτο σαξόφωνο), Μπιλ Έβανς (πιάνο) Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο), Φιλ Γουντς (άλτο σαξόφωνο), Χανκ Τζόουνς (πιάνο) και Αρτ Φάρμερ (τρομπέτα).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεσπά η νουβέλ βαγκ και ο Λεγκράντ γράφει μουσική για την «Λόλα» του Ζακ Ντεμύ και τρεις ταινίες του Γκοντάρ: «Ζούσε την Ζωή της», «Η Γυναίκα είναι πάντα γυναίκα» και «Χωριστή Συμμορία». Όμως το πραγματικό «μπαμ» στην καριέρα του Λεγκράν ήλθε το 1964 όταν έγραψε την διάσημη μουσική για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμύ, ένα μιούζικαλ με πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ όπου όλοι οι διάλογοι τραγουδιόταν και δεν υπήρχαν χορευτικά νούμερα. Μια πικρή ιστορία αγάπης ανάμεσα στην 17χρονη Ζενεβιέν που ζει με την χήρα μητέρα της που έχει ένα μαγαζί με ομπρέλες στην πόλη του Χερβούργου και τον 20χρονο μηχανικό αυτοκινήτων Γκυ. Πριν φύγει για να υπηρετήσει την θητεία του στην Αλγερία θα κάνουν έρωτα. Εκείνη θα μείνει έγκυος και η μητέρα της θα την πείσει να παντρευτεί ένα μεγαλύτερο της έμπορο κοσμημάτων που είναι ερωτευμένος μαζί της και δεν έχει αντίρρηση να μεγαλώσει το παιδί ενός άλλου μακριά από το Χερβούργο Μια ταινία που υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι μιας γενιάς.
«Οι Ομπρέλες του Χερβούργου» δεν είχαν απογόνους και ο Λεγκράν έγραψε τραγούδια όπως το «I Will Wait for You» που ερμηνεύθηκε από δεκάδες αστέρια της ποπ. Ενώ το 1967 θα έγραφε μουσική για ένα ακόμα μιούζικαλ του Ντεμύ τις «Δεσποινίδες του Ροσερφώ».
Τώρα ο Μισέλ Λεγκράν απολάμβανε το κύρος ενός Μπερτ Μπάκαρα και ενός Τζων Μπάρυ. Έτσι ο Νόρμαν Τζιούισον θα του ζητούσε να γράψει μουσική για την «Υπόθεση Τόμας Κράουν», μια ταινία που θα γινόταν η επιτομή του «κουλ» της δεκαετίας του ’60 σε ένα κόσμο που άλλαζε. Η ταινία είχε τον Στηβ Μακ Κουήν ως βαριεστημένο πλέιμποϊ που οργανώνει ληστείες και την Φαίη Ντάναγουεϊ ως την ασφαλίστρια που τον κυνηγάει στις μεγαλύτερες ομορφιές τους και ντυμένη με τα πιο κυριλάτα ρούχα. Επ’ ευκαιρίας, η ταινία έχει επανεκδοθεί στους θερινούς κινηματογράφους και αξίζει να την δείτε. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εκπληκτικό αισθησιακό τζαζ σάουντρακ με ποπ αίσθηση για να ταιριάζει στους ήρωες, που ανάγκασε τον Τζιούισον να κάνει το μοντάζ έχοντας υπόψη την μουσική και όχι το ανάποδο. Αυτό θα γινόταν για πρώτη και μοναδική φορά στα κινηματογραφικά χρονικά.
Καλύτερο δείγμα το «The Chess Game» για την κλασσική σκηνή της παρτίδας σκάκι ανάμεσα στους δύο ήρωες. Η σκηνή αρχίζει με το απαλό κτύπημα μιας κιθάρας, ενός χάρπσικορντ και μιας άρπας που δίνουν τη αίσθηση να αιωρούνται ώστε να δώσουν την ευκαιρία στα κρουστά που μπαίνουν πρώτα απαλά και μετά γρήγορα για να δημιουργήσουν μια ερωτική ατμόσφαιρα, όπου πνευστά και έγχορδα προσπαθούν να κατευθύνουν την σκηνή.
Στο «Playing Field» ο Λεγκράν χρησιμοποιεί όρθιο μπάσσο και γρήγορο πιάνο έγχορδα για να δώσει μια αίσθηση ευφορίας ανάμεσα στο ζευγάρι, πριν η επαγγελματική φύση τους οδηγήσει στην κρίση. Ενώ το «Doubting Thomas» είναι ένα κομμάτι μελωδικής τζαζ όπου τα πνευστά παίζουν μια πιο μελαγχολική εκδοχή του βασικού ερωτικού θέματος προϊδιάζοντας το τέλος. Ένα από τα απόλυτα σαουντρακς όλων των εποχών που κέρδισε Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για το «The Windmills of Your Mind» τραγουδισμένο από τον Νόελ Χάρισον, ενώ ο Λεγκράν θα κέρδιζε το Όσκαρ καλύτερου μουσικού σκορ.
Θα ακολουθούσαν τα σάουντρακ για τις ταινίες «Σταθμός Ζέμπρα», «Η Πισίνα» με το ζευγάρι Αλαίν Ντελόν και Ρόμυ Σνάιντερ, βασισμένη στο «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϋ» της Πατρίτσια Χάϊσμιθ, καθώς και τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Για το «Happy Ending» για το οποίο έγραψε το «What Are You Doing for the Rest of Your Life?» Ένα τραγούδι που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού και που ερμηνεύθηκε από πλειάδα καλλιτεχνών, όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ο Τζώνυ Μάθις, η Τζούλι Άντριους, η Σίρλεϋ Μπάσσεϋ, η Πέγκυ Λη, η Ντάστυ Σπρίνγκφηλντ, η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και ο Άντυ Γουΐλιαμς.
Το 1971 θα κέρδιζε το δεύτερο του Όσκαρ για την συναισθηματική μελαγχολική μουσική για το «Καλοκαίρι του ‘42» του Ρόμπερτ Μάλλιγκαν. Ο Μισέλ Λεγκράν θα ήταν δημοφιλής στο Χόλυγουντ, χάρη σε μουσικές για ταινίες όπως «Η Κυρία Τραγουδά τα Μπλουζ» μία βιογραφία της Μπίλυ Χολινταίη με την Νταϊάνα Ρος, οι «Τρεις Σωματοφύλακες» (1973) του Ρίτσαρντ Λέστερ και το «Ατλάντικ Σίτυ» (1980) του Ρόμπερτ Άλτμαν. Αλλά αυτό θα το έκανε με τους δικούς του όρους και χωρίς καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς. Ενώ παράλληλα θα διατηρούσε την τζαζ του καριέρα με άλμπουμς όπως το «Shelly Manne Hole» με τον μπασίστα Ραίη Μπράουν και τον ντράμερ Σέλλυ Μάννυ (1968) και δύο συνεργασίες με τον Φιλ Γουντς στα «Jazz Le Grand» (1978) και «After the Rain» (1982). Τέλος το 1992 θα ηχογραφούσε ένα άλμπουμ με τον βιολιστή Στέφαν Γκραπέλι.
Εδώ να πούμε ότι ο Λεγκράν ήταν υποψήφιος για καλύτερη μουσική για δύο τηλεοπτικές σειρές: το «Μια γυναίκα που την έλεγαν Γκόλντα» (1981), μια βιογραφία της Γκόλντα Μέηερ με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και το «Τραγούδι του Μπράϊαν» (1982) με τον Τζέημς Κάαν.
Το 1983 θα ήταν η χρονιά του τρίτου Όσκαρ για το «Γιεντλ» της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ. Βασισμένη σε μια ιστορία του Άιζαακ Μπάσεβις Σίνγκερ, η ταινία περιγράφει την ιστορία της Γιεντλ, μιας Πολωνο-Εβραιοπούλας με αγορίστικα χαρακτηριστικά που θα ντυθεί με αγορίστικα ρούχα για να μπορέσει να μπει στην Ιερατική Σχολή. Η ταινία ήταν όνειρο ζωής για την Στρέιζαντ που ήταν και παραγωγός της ταινίας και ο Λεγκράντ της έγραψε μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της καριέρας της. Στο σάουντρακ υπήρχαν κομμάτια γεμάτα αγωνία («Where Is It Written?», «Tomorrow Night»), ευφορία («This Is One of These Moments») και αισθησιασμό («The Way You Make Me Feel»). Ενώ περιείχε το «Papa Can You Hear Me?» που έγινε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια της Στρέιζαντ. Όμως το «Γιεντλ» σήμανε το τέλος της σχέσης του Λεγκράν με το Χόλυγουντ και τα 25 τελευταία χρόνια γράφει μουσική κυρίως για γαλλικές ταινίες.
Michel Legrand..
«Δεν με ενδιαφέρει η δημοσιότητα. Ποτέ δεν δούλεψα γι’ αυτήν ή για την επιτυχία. Πάντα έκανα μόνο αυτό που ήθελα εγώ, έγραφα ό,τι ήθελα εγώ, πάντα ακολουθούσα τα δικά μου μονοπάτια, τις δικές μου αποφάσεις, το δικό μου στιλ. Ποτέ κανείς δεν με υποχρέωσε να κάνω κάτι και ποτέ κανείς δεν είχε επιρροή επάνω μου. Δεν έγινε ποτέ και δεν θα συμβεί ποτέ»…
«Οταν γράφω ένα τραγούδι, είτε πρόκειται για τη Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, τη Μούσχουρη, για τον Σινάτρα ή για τον Μορίς Σεβαλιέ, το γράφω στο στιλ του καλλιτέχνη που θα το ερμηνεύσει. Κυρίως όμως γράφω τα τραγούδια για τον εαυτό μου».
…«Από παιδί, φιλοδοξία μου ήταν να περιβάλλομαι από μουσική» έχει πει ο Michel Legrand, περιγράφοντας με τον καλύτερο τρόπο την αφοσίωσή του στη μουσική και τη διάθεσή του για εξερεύνησή της. Παραγωγός, μαέστρος, πιανίστας, τραγουδιστής και, πάνω απ’ όλα, συνθέτης, ο Legrand γεννήθηκε το 1932. Φοίτησε στο Ωδείο του Παρισιού και κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ σε ηλικία 22 ετών. Το 1955 δοκίμασε ένα διαφορετικό τρόπο έκφρασης, γράφοντας μελωδικές συνθέσεις για τον κινηματογράφο, για να καταλήξει ένας από τους αρχιτέκτονες της αναβίωσης του γαλλικού σινεμά, κάτι που του άνοιξε τις πύλες του Χόλιγουντ το οποίο αντάμειψε τη μαεστρία του με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων πέντε Γκράμι και τρία Όσκαρ. Ιστορικές είναι οι συναντήσεις του με τον Miles Davis, τον Stan Getz, τον Phil Woods, αλλά και την Kiri Te Kanawa, την Barbara Streisand, τον Charles Aznavour… Σήμερα είναι περισσότερο πολύπλευρος από ποτέ. Αναζητά νέες συνεργασίες και εμπνεύσεις, αρνείται τον περιορισμό των μουσικών ειδών, εφευρίσκει νέους τρόπους μελωδικής έκφρασης. Η σύνθεσή είναι γι’ αυτόν ένα πρωτότυπο μέσο ενδοσκόπησης. Ακούραστος, συνεχίζει να συνδυάζει την τζαζ με την κλασική μουσική, το ταγκό με την easy listening, με τρόπο που μόνο ο ίδιος ξέρει. To 2003 έλαβε το μετάλλιο Legion d’ Honneur από το γαλλικό κράτος, ως αναγνώριση της προσφοράς του.
ΑΘΗΝΑ 06/05/10 στις 20.30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ (ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ)
Τιμές εισιτηρίων: € 25,00 (Φοιτητικά ) – 35,00 – 50,00 – 65,00 – 90,00 (Διακεκριμένη Ζώνη)
Avopolis