Μπουζούκι-θησαυρός αναζητεί μουσείο
Ο Πέτρος Δημητριάδης δεν είναι μουσικός ούτε συλλέκτης. Είναι δημιουργός μακετών, με ειδίκευση εδώ και μια 20ετία στις αρχαιολογικές «περιγραφές».
Δικές του είναι οι μακέτες στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα Μουσεία Ολυμπίας και Δελφών, αλλά και στα ελληνοκεντρικά εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου ή του Μουσείου του Βερολίνου.
Δεν είναι, όμως, γι’ αυτό που μιλήσαμε μαζί του. Εχει στην κατοχή του ένα μπουζούκι που είχε κατασκευαστεί πιθανότατα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 από έναν θρυλικό οργανοποιό, τον Δημήτρη Μούρτζινο (1857-1931). Κανείς από τους σημερινούς μουσικολόγους δεν είχε πιάσει μέχρι τώρα στα χέρια του μπουζούκι τού, ειδικευμένου στα έγχορδα και δη στα μαντολίνα, Μούρτζινου.
Πρόκειται, άλλωστε, για ένα από τα παλαιότερα μπουζούκια που έχουν διασωθεί και μάλιστα επώνυμου δημιουργού, γεγονός που επιβεβαιώνει ο μουσικολόγος και συνεργάτης του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης», Πέτρος Μουστάκας. Ηταν ο πρώτος που εξέτασε το μπουζούκι όταν ανασύρθηκε από το… πατάρι του κ. Δημητριάδη.
«Το μπουζούκι», εξηγεί ο τελευταίος, «βρέθηκε στα χέρια μου τυχαία πριν από 15 χρόνια. Ηθελα να μάθω να παίζω κι ένας φίλος προσφέρθηκε να μου πουλήσει ένα σε πολύ χαμηλή τιμή. Το αγόρασα, το γραντζούνισα 1-2 φορές, αλλά επειδή δεν τα κατάφερνα, το έβαλα στο πατάρι. Εμεινε εκεί για χρόνια…». Σε μια πρόσφατη εκκαθάριση ο κ. Δημητριάδης το ανέσυρε από το πατάρι. «Πρόσεξα για πρώτη φορά ότι είναι ιδιαίτερο. Και μετά, ψάχνοντας, βρήκα στο βάθος του “σκάφους” μια χάρτινη ταμπελίτσα που έγραφε το όνομα του κατασκευαστή και τη διεύθυνση του εργαστηρίου: “Μέγα Οργανοποιείον Αθηνών Δημητρίου Μούρτζινου. Κολοκοτρώνη 67″».
Η διεύθυνση ήταν ένα στοιχείο-κλειδί για τον εντοπισμό της χρονολογίας κατασκευής του μπουζουκιού. Αυτό ανακάλυψε ο ιδιοκτήτης του όταν, καταλαβαίνοντας, έστω και όψιμα, την αξία του, έσπευσε στο Μουσείο «Φοίβος Ανωγειανάκης», αναζητώντας κάποιον ειδικό. Ο Πέτρος Μουστάκας ήταν αυτός που εξέτασε το, κατασκευασμένο από παλισσάνδρο και κελεμπέκι, μπουζούκι και την ταμπελίτσα των στοιχείων. Κι ενθουσιάστηκε πρώτα πρώτα γιατί μέχρι στιγμής δεν διασώζεται άλλο μπουζούκι κατασκευής Μούρτζινου. Ο ίδιος έκανε και τη χρονολογική εκτίμηση.
«Η κατασκευή του θα πρέπει να τοποθετηθεί, με βάση τα στοιχεία της διεύθυνσης του εργαστηρίου (Κολοκοτρώνη 67), πριν από το έτος 1899…», κατέληξε ο μουσικολόγος. Το σκεπτικό του βασίζεται σε μια απλή παρατήρηση: Το εργαστήριο του Μούρτζινου, το οποίο «σε διαφημίσεις του στην εφημερίδα “Εμπρός” το 1916, αναφέρεται ως το “πρώτον εν τη Ανατολή εργοστάσιον μουσικών οργάνων”», βρισκόταν στην οδό Κολοκοτρώνη 67 μέχρι το 1911, που μετακόμισε στην ίδια οδό, στον αριθμό 57. Αυτονόητο το συμπέρασμα: το μπουζούκι του κ. Δημητριάδη κατασκευάστηκε πριν από το 1911.
Πρόσφατα εξετάστηκε και από τον μουσικό και γνωστό οργανοποιό Νίκο Φρονιμόπουλο, που επιβεβαίωσε την πατρότητα του Μούρτζινου. Τι μέλλει γενέσθαι; «Οταν αντιλήφθηκα ότι το μπουζούκι έχει τέτοια αξία, φοβήθηκα. Ξέρω και λόγω δουλειάς ότι το ξύλο θέλει ειδική συντήρηση. Οταν συνειδητοποίησα ότι το είχα στο πατάρι, σκέφτηκα με τρόμο τι θα ‘χε γίνει αν π.χ. είχε χαλάσει ο θερμοσίφωνας και είχαμε πλημμυρίσει», ομολογεί ο Πέτρος Δημητριάδης. Ισως το κάπως υγρό περιβάλλον να διατήρησε σε καλή κατάσταση το μπουζούκι. Και σίγουρα το προφύλαξε το γεγονός ότι τόσα χρόνια είχε μείνει αποθηκευμένο, ξεκούρδιστο. «Διαφορετικά, μου είπαν ότι θα είχε καταστραφεί», προσθέτει.
Κι επισημαίνει: «Θα προτιμούσα να φύγει από μένα. Και μακάρι να είχα την οικονομική δυνατότητα να το χαρίσω στο μουσείο Λαϊκών Οργάνων. Παρ’ όλα αυτά, είμαι διατεθειμένος, αν μπορεί το Μουσείο να το πάρει, να το δώσω σ’ αυτό, έστω κι αν χάσω χρήματα. Νομίζω ότι εκεί είναι η θέση του». Η πρόθεσή του συμπίπτει με την επιθυμία του Μουσείου «Φοίβος Ανωγειανάκης» να αποκτήσει το σπάνιο εύρημα: «Θα ήταν ευχής έργον», βεβαιώνουν οι φορείς του, «το υπουργείο Πολιτισμού να στηρίξει με κάποια επιχορήγηση τις προσπάθειες του μουσείου για την απόκτηση του μπουζουκιού του Μούρτζινου, το οποίο αξίζει μια περίοπτη θέση ανάμεσα στη μουσειακή συλλογή, ως ένα σημαντικό δείγμα της εγχώριας πολιτιστικής κληρονομιάς του 19ου αιώνα».
Enet