“Αναζητείται” ο υπολογιστής από το γραφείο του Παπακωνσταντίνου, στον οποίο έγινε η αλλοίωση της λίστας Λαγκάρντ
Ένας σκληρός δίσκος υπολογιστή, που “καταζητείται” πλέον στο υπουργείο Οικονομικών είναι πιθανόν το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να μαρτυρήσει την αλήθεια για την αλλοίωση της λίστας Lagarde και να απαντήσει στο ερώτημα: Ποιός αφαίρεσε τα ονόματα των εξαδέλφων του Γ. Παπακωνσταντίνου;
Πρόκειται για τον υπολογιστή που χρησιμοποιούσε στο ΥΠΟΙΚ, ο στενός συνεργάτης του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος πήρε εντολή να βρει τους 20 μεγαλοκαταθέτες και να ενημερώσει τον υπουργό. Όπως είπε ο ίδιος στους εισαγγελείς αντέγραψε το cd στον σκληρό δίσκο του κομπιούτερ του, στη συνέχεια όμως το διέγραψε:
“Όταν είδα ότι ήταν πολλά τα αρχεία, πάνω από δύο χιλιάδες, δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ τον ακριβή αριθμό, τα αντέγραψα στον υπολογιστή μου του υπουργείου, για λόγους ταχύτητας και για περισσότερη ασφάλεια του cd. Μετά την πάροδο κάποιων ημερών έκανα μία εκτύπωση με γύρω στα 20 ονόματα με τα μεγαλύτερα ποσά, τα έβαλα όλα μαζί σε ένα φάκελο μαζί με το cd και τον πήγα στο γραφείο του υπουργού. Ο κ. υπουργός μου είπε: “Ωραία, ότι δούλεψες, διάγραψέ το”. Εγώ διέγραψα τα δύο αρχεία. Ο κ. υπουργός δεν μου έδωσε ποτέ εντολή να αντιγράψω τα αρχεία σε memory stick και εγώ ο ίδιος δεν τα αντέγραψα ποτέ τα αρχεία αυτά”.
Η εκτίμηση λοιπόν είναι πως αυτός ο σκληρός δίσκος αν βρεθεί, μπορεί προφανώς, με τη βοήθεια ειδικών, να “δώσει” ολόκληρο το προηγούμενο περιεχόμενο του και να εντοπιστεί επιτέλους ο παραχαράκτης.
1,2,3 στικάκια;
Όπως προκύπτει όμως από τη δικογραφία που πήγε στη Βουλή, αντίγραφα της λίστας άρχισαν να δημιουργούνται στις 15 Απριλίου του 2009, πολύ πριν δηλαδή φτάσει η πρωτότυπη λίστα στα χέρια του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου, κάτι που ενδεχομένως να σχετίζεται με την αναπαραγωγή του ηλεκτρονικού αρχείου, που έγινε στη Γαλλία(1 αντίγραφο;).
Ημερομηνία αντιγραφής υπάρχει και στις 4 και 5 Αυγούστου του 2010, που και αυτή είναι πριν από τον Οκτώβριο του 2010, που κατά δήλωση του κ. Παπακωνσταντίνου παρελήφθη το ηλεκτρονικό αρχείο από τους Γάλλους (ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης έχει δηλώσει ότι το στικάκι που εκείνος πήρε έχει ημερομηνία 4-5 Αυγούστου, άρα 2ο αντίγραφο;).
Και επίσης υπάρχει η ημερομηνία της 8ης Ιουλίου του 2011, όταν αντέγραψε το περιβόητο στικάκι ο πρώην ειδικός γραμματέας του ΣΔΟΕ Γιάννης Διώτης, από το στικάκι που του είχε παραδώσει ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, το οποίο και κατέστρεψε μετά, όπως ομολόγησε( 3ο αντίγραφο;). Η αντιγραφή, που αφορά και τον κ. Διώτη, εντοπίζεται ότι έγινε το μεσημέρι της 8ης Ιουλίου 2011, στις 2 και 3 λεπτά.
Μάλιστα η δικηγόρος Γαλάτεια Μανέ, συνεργάτης του τότε στο ΣΔΟΕ, που φέρεται να τον βοήθησε, η οποία είχε κληθεί ως ύποπτη, για να δώσει εξηγήσεις το πρωί της Δευτέρας, ζήτησε και πήρε δια του συνηγόρου της προθεσμία για να δώσει εξηγήσεις στους οικονομικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη.
Η δικηγός έχει κληθεί ως ύποπτη για τη διάπραξη αδικήματος και από τις απαντήσεις της θα εξαρτηθεί αν οι εισαγγελείς καλεσουν κι άλλους μάρτυρες για την υπόθεση ή ολοκληρώσουν την υπόθεση και προχωρήσουν στην άσκηση ποινικών διώξεων.
Τα ξαδέλφια «δείχνουν» τον εξάδελφο!
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι καταθέσεις των συγγενών του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι επίμαχες καταθέσεις στην λίστα δικαιολογούνται απόλυτα από τα εισοδήματά τους. Όπως λέει ο Ανδρέας Ροσώνης, όταν προέκυψε το ζήτημα, ο ίδιος ο κ. Παπακωνσταντίνου επικοινώνησε μαζί τους και τους διαβεβαίωσε ότι δεν είχε κάνει εκείνος την διαγραφή των ονομάτων. Σημειώνει μάλιστα πως τον πιστεύει, αλλά προσθέτει με νόημα ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα μπορούσε να προχωρήσει στην αλλοίωση, χωρίς την δική τους παρακίνηση. “ Κατείχε την θέση του υπουργού Οικονομικών και βρισκόταν υπό συνεχή αρνητική κριτική. Είχε αυτοδυνάμως, προς περιφρούρηση της δικής του πολιτικής φυσιογνωμίας, λόγο να μην θέλει να συνδέεται οικογενειακώς με καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα. Συνεπώς, εάν ήθελε υποτεθεί, ότι πράγματι ο πρώην υπουργός νόθευσε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι. Χωρίς δηλαδή να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε“.