Φριτς Σούμπερτ: ο Γερμανός σφαγέας

• Από ένα πρόσφατο βιβλίο με άγνωστες ιστορικές πτυχές
Του ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ
Πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα της γερμανικής κατοχής άφησαν ανεξάλειπτες, πικρές αναμνήσεις, όμως πάνε να ξεχαστούν από τους παλαιότερους ρεθεμνιώτες, ενώ αγνοούνται πλήρως από τις νεότερες γενιές. Εκείνα τα φρικιαστικά εγκλήματα, τα οποία διέπραξε με τόση βαρβαρότητα ο στρατός κατοχής και με τα οποία υπέφερε τα πάνδεινα ο κρητικός λαός, οι νεότεροι δεν θέλουν ούτε καν να τα μαθαίνουν και συχνά τους ακούμε να λένε: «Αυτά είναι γνωστά, δεν χρειάζεται να μας τα ξαναθυμίζετε».
Ωστόσο, όλες αυτές οι αποφράδες ημέρες «αι ειδοί του Μαρτίου» οι μνήμες και οι εμπειρίες, τις οποίες έχομε βιώσει οι παλαιότεροι από τον καιρό του πολέμου, θα αμαυρώνουν και θα κηλιδώνουν εσαεί την ιστορία του γερμανικού έθνους. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια για μας δεν ήταν ανέμελα. Πώς να ξεχαστούν π.χ. οι κλωτσιές που τρώγαμε ξαφνικά και χωρίς λόγο στο δρόμο από τους γερμανούς φαντάρους για μια απλή διασκέδασή τους;
Έτσι δεν ξεχνιέται και ο Σούμπερτ, αυτό το ανθρωπόμορφο κτήνος, με την πρωτόγονη, αδιανόητη σήμερα βαρβαρότητα.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο Φριτς Σούμπερτ, που επανέφερε στη μνήμη μας με ενδελεχή τη μελέτη του σε βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καναδά Θανάσης Φωτίου «Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα».
Με προφίλ αινιγματικό, πότε κάτω από τις εντολές της γερμανικής κατοχικής διοίκησης και πότε με ανεξάρτητη, αχαλίνωτη δράση, ο Σούμπερτ εκφράζει τη σκοτεινή όψη της κατοχικής περιόδου και το πρωτόγονο κλίμα της φρίκης και των επικρεμάμενων κινδύνων της ταραγμένης εκείνης εποχής.
Ο ακόλαστος, αχαλίνωτος βίος του Φριτς Σούμπερτ ξεκίνησε στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας στις 21 Φεβρουαρίου του 1897.
Την 1 Ιανουαρίου του 1934 γίνεται μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ενστερνίζεται τις απαράβατες όσο και απαράδεκτες δεσποτικές αρχές του. Τη δράση του με το ρατσιστικό ντελίριο κατά των Εβραίων και τα εγκλήματά του κατά τη δεκαετία του 1930 τα καλύπτει βαθύ σκοτάδι.
Γνωρίζει και μιλά άπταιστα τα ελληνικά, γι’ αυτό και οι έντονες φημολογίες που κυκλοφόρησαν τότε περί της ελληνικής καταγωγής του-κάτι που δεν ισχύει-οι οποίες όμως του προσέδωσαν ένα ακόμα πιο πολύ ένα φρικαλέο διαβολικό όνομα.
Μιλούσε επίσης ιταλικά, αραβικά ακόμα και τούρκικα.
Το 1941 θα μετατεθεί ως υπαξιωματικός διερμηνέας από τα Χανιά στην Περιφερειακή Διοίκηση Ρεθύμνου (Kreiskommandatur). Η ασύδοτη, αυθαίρετη δράση του ξεκινά μετά τη Μάχη της Κρήτης (20-30- Μαΐου 1941).
Μετά την κατάληψη του νησιού και την «κάρτα μπιάνκα» του Χίτλερ (υπογραφή εν λευκώ, απόλυτη πληρεξουσιότητα) ένα επαίσχυντο δώρο στους μανιασμένους άνδρες και ως αντίποινα και αντεκδίκηση για την αντίσταση του κρητικού λαού, ο Σούμπερτ θα σπείρει τον όλεθρο και τον αφανισμό, το φόβο και τον τρόμο σε χωριά και σε χωριουδάκια.
Η αιματοβαμμένη πορεία του στην Κρήτη ξεκινά από το κοντινό μας Βρυσινιώτικο χωριό, το Όρος. Οι ντόπιοι είχαν προσφέρει τότε μεγάλη βοήθεια και υπηρεσίες στους Άγγλους στρατιώτες, κατά το πέρασμα από εκεί και τη διαδρομή τους μέχρι να φτάσουν στη Γιαλιά και να φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή. Αυτή η κρητική φιλοξενία για τον Σούμπερτ συνιστούσε βαρύτατο έγκλημα.
Στις 28 Αυγούστου του 1941 τέσσερις Γερμανοί και ένας ντόπιος γερμανοντυμένος καταφθάνουν, αργά μια νύχτα και ζητούν να δουν τον πρόεδρο της κοινότητας του Όρους Παντελή Παπαδάκη. Εκείνος, απονήρευτος και εύπιστος, νομίζει ότι τον ζητούνε για επουσιώδεις υπηρεσιακούς λόγους και πηγαίνει να τους συναντήσει. Πριν όμως ακόμα πλησιάσει στην κουστωδία, τον πυροβολούν και τον τραυματίζουν θανάσιμα.
Σέρνεται αιμόφυρτος καταγής και μόλις προφταίνει να φωνάξει στους άλλους χωριανούς, που παρακολουθούν από μακριά.
«Φύγετε και μην πάτε στα σπίτια σας». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια πριν ξεψυχήσει.
Το φθινόπωρο του 1941, ο Σούμπερτ μετατίθεται στο Ηράκλειο και τοποθετείται στον Κρουσώνα. Αργότερα κάνει μια επιδρομή στα Μέσκλα Κυδωνίας, βασανίζει και σκοτώνει Μεσκλιανούς. Την ίδια εποχή με λόχο Γερμανών σε επιδρομή στην τοποθεσία του Ψηλορείτη Βρωμόνερο (πρόκειται για τη γνωστή τοποθεσία Ψακόνερο) συλλαμβάνει και εκτελεί πέντε άτομα που συγγένευαν ή συνεργάζονταν με την Αντίσταση.
Η περίπτωση του ανωγειανού βοσκού Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη κόβει την ανάσα. Τον έδεσαν από το λαιμό με τρίχινο σκοινί από το σαμάρι ενός γαιδάρου, που τον έδερναν και τον έσερνε, ενώ τα κτήνη του έβγαζαν τα μάτια. Τους άλλους βοσκούς που συνέλαβαν, ύστερα από άγρια βασανιστήρια, τους έβαλαν να σκάψουν οι ίδιοι το λάκκο τους, στον οποίο τους έθαψαν.
Οι φρικαλεότητες της ομάδας Σούμπερτ συνεχίστηκαν σε πολλά χωριά με κακοποιήσεις, εκτελέσεις και εμπρησμούς σπιτιών και με εκατοντάδες θύματα, όπως μεταξύ άλλων οι πρωτόγνωρες ωμότητες στους Βόρρους Μονοφατσίου.
Ο Σούμπερτ εξάλλου συγκρότησε υπό τις διαταγές του σώμα στο οποίο εντάχθηκαν ντόπιοι γερμανόφιλοι αλήτες και βαρυποινίτες φυγόδικοι.
Σε πρόσφατο άρθρο σχετικό με το ιστορικό της πρώην κοινότητας Καλής Συκιάς, ο καθηγητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης αναφέρει: «Στις 4/10/1943 κατοχικές δυνάμεις με επί κεφαλής τον περιβόητο Σούμπερτ σκότωσαν για αντεκδίκηση και έκαψαν δεκαπέντε γυναίκες και παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες. Οι άνδρες πρόλαβαν και απομακρύνθηκαν. Αυτά συνέβησαν μετά τη μάχη του Τσιλιβδίκα, κατά την οποία σκοτώθηκαν σε συνεργασία με Καλοσυκιανούς δεκάδες Γερμανοί» Εφημερίδα «Ρέθεμνος» Αφιέρωμα (31-12-2011).
Από ότι θυμάμαι αμυδρά, υπήρξε στην ίδια περίπτωση και ένα ακόμα ζοφερό ανατριχιαστικό γεγονός. Είχα ακούσει μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες στις έγκυες γυναίκες κάρφωναν την κοιλιά τους με τις ξιφολόγχες.
Στις 11 Ιανουαρίου 1943, ο Σούμπερτ εγκαταλείπει την Κρήτη με σαράντα από αυτά τα κοινωνικά αποβράσματα και μετατίθεται στη Θεσσαλονίκη, για να συνεχίσει την αιμοσταγή του δράση και στο μακεδονικό έδαφος.
Ο σαδισμός του εκεί υπήρξε παροιμιώδης. Μια ενέδρα του ΕΛΑΣ στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, έως από το Χορτιάτη, σε μια γερμανική αποστολή πυροδοτεί μαζικά αντίποινα των Γερμανών. Ο τραγικός απολογισμός; 146 νεκροί εκ των οποίων οι 128 ήταν γυναικόπαιδα και οι 18 άνδρες.
Ο καθηγητής Φωτίου αναφέρει ένα ακόμα «κατόρθωμα» το οποίο εγγράφεται στο ενεργητικό και στις ακατονόμαστες θηριωδίες του Σούμπερτ. Περισσότερα από 80 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν σ’ ένα φούρνο για να καούν ζωντανά. Επειδή όμως το εγχείρημα ήταν δύσκολο, οι σουμπερίτες τοποθέτησαν πολυβόλο σ’ ένα παράθυρο και άρχισαν να πυροβολούν μέσα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλα αυτά τα δυστυχισμένα γυναικόπαιδα. Έπειτα έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών, αλλά και των τραυματιών όσων επέζησαν και με τα φλογοβόλα έβαλαν φωτιά.
Η μεταπολεμική θανατική καταδίκη οδήγησε σε μια διαμάχη την Κρήτη με τη Μακεδονία. Ξεσυνερίστηκαν οι δυο περιφέρειες όχι μόνο το προνόμιο για την τελετουργική εκτέλεση της ποινής, αλλά και με ποιο τρόπο θα γίνει. Πολλοί π.χ. στην Κρήτη ήθελαν την εκτέλεσή του διά της αγχόνης (κρεμάλα). Ο Σούμπερτ όμως τελικά δεν τελεύτησε το βίο σου στην αγχόνη, ούτε στην Κρήτη ούτε στη Μακεδονία, αλλά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στις άλλοτε φυλακές Αβέρωφ.