Μια φωτογραφία – Ιστορία σε ένα CD
Από μικρός έβλεπα στο σπίτι μας, μέσα σε μια κρεμαστή κορνίζα, πλουμισμένη με κεντητά λουλούδια, μια φωτογραφία παρέας τριών αντρών, που ο ένας κρατούσε μπουλγαρί. Αυτός που βαστά το μπουλγαρί είμαι εγώ, έλεγε ο πατέρας μας.
Και περάσανε πάνω από 50 χρόνια, μισός αιώνας! Όμως η φωτογραφία έμεινε μέσα στη μακρινή, αλλά καθόλου θαμπή παιδική μου μνήμη.
Έφτασε όμως και η άνοιξη του 2009, τότε που ο αδελφός μου είχε προσβληθεί από καρκίνο. Ο Λευτέρης μας. Μια φορά λοιπόν φεύγοντας, ύστερ’ από μια χημειοθεραπεία, από το νοσοκομείο Χανίων, βρεθήκαμε παραλία «Κουμ-Καπί» για να ξεδώσει ο νους. Τότε ήρθε η αθιβολή για τη σκληρή ζωή του πατέρα μας που άρχισε με την ορφάνια του, το μπουλγαρί του, για να φτάσουμε στα χρόνια που ήταν γραμματέας στη κοινότητα του χωριού μας όταν εμείς ήμασταν μικροί και τέλος στο θάνατό του. Τότε έμαθα ότι το μπουλγαρί του πατέρα μας, όπως και η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν στην κατοχή του. Του τη ζήτησα για να την ανατυπώσω και μου την έδωσε, γι’ αυτό και αξιοποιήθηκε.
Συμβαίνει όμως να είμαι φιλόμουσος, γι’ αυτό και συμμετέχω στην παραδοσιακή χορωδία του Συλλόγου Ρεθυμνίων-Μικρασιατών κι έχουμε μαέστρο τον εκλεκτό καθηγητή της βυζαντινής μουσικής κ. Ανδρέα Γιακουμάκη. Όταν λοιπόν «δουλεύαμε» το συγκεκριμένο μουσικό θέμα, ο μαέστρος μας ζήτησε φωτογραφίες της εποχής του μεσοπολέμου, που να έχουν σχέση με το θέμα του υπό έκδοση CD. Του έδωσα τη φωτογραφία κι εκείνος ενθουσιάστηκε. Όταν λοιπόν επελέγη για να κοσμήσει το εξώφυλλο του cd, μου ζήτησε να του δώσω γραπτή και εμπεριστατωμένη αναφορά, για τη ζωή του πατέρα μου και τη σχέση του με το Μικρασιατικό στοιχείο, την οποία βέβαια και του έδωσα. Την παραθέτω:
Η εξιστόρησή μου αυτή βασίζεται απόλυτα στις αφηγήσεις του φιλίστορα πατέρα που ευτύχισα να έχω και θα της ταίριαζε επίσης απόλυτα σαν τίτλος το γνωμικό «Μικρός που είναι ο κόσμος μας και εμείς στις γειτονίες του».
Ο Νίκος Πολογιωργάκης του Μανώλη γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου το Φλεβάρη του 1902, ορφάνεψε από μητέρα το 1904 κι έζησε όλη τη ζωή του στο χωριό μας. Αγαπούσε κι έπαιζε πολύ το μπουλγαρί του στις παρέες του. Αναγκάστηκε να το κρεμάσει στις αρχές Μάρτη του 1921 και να φύγει επιστρατευμένος και «τσελεκωμένος» και αυτός σαν βενιζελικός- κακούργος (γιατί έτσι έβλεπε τους κρητικούς η αυλόδουλη τότε κυβέρνηση) και βρέθηκε στο τέλος του ίδιου μήνα να πολεμά στον Αφιον -Καραχισάρ της Μικράς Ασίας για τη μεγάλη ιδέα του έθνους.
Λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου, η εξαθλίωση του περήφανού μας στρατού τον εξανάγκασε να πει σ’ ένα ντόπιο Έλληνα που συνάντησε: «Ένα κομμάτι ψωμί πατριώτη γιατί πεινώ». Η αρχοντική ματιά όμως του Μικρασιάτη δεν τον είδε σαν ζητιάνο. Γιατί τον πήγε λέει στο σπίτι τους κι η μάνα του του έβαλε σ’ ένα μεγάλο πιάτο μπάμιες κι έφαε. Και φεύγοντας του δώσανε κι ένα καρβέλι ψωμί. Ο Θεός να σας το πληρώσει, ψιθύρισε για ευχαριστώ. Μόνο που ο Θεός δεν πρόλαβε γιατί ο σαθρός μονάρχης και οι ξένοι πάτρωνες του, το έργο αυτό το αναθέσανε στους τσέτες…
Ακολούθησε η κατάρρευση, η συμφορά και ο ξεριζωμός. Έτσι στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1022 βρέθηκε στη Χίο να είναι συμμέτοχος στην «Επανάσταση του στρατού και στόλου» και δίπλα στον αρχηγό της Νικόλαο Πλαστήρα, το «Μαύρο Καβαλάρη». Στα μέσα του ίδιου μήνα βρέθηκε στην Αθήνα να υπηρετεί στη γραμματεία του Γ.Ε.Σ και σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος μου είχε πει συμμετείχε στο στρατιωτικό τμήμα που φρουρούσε τη διαδικασία της εκτέλεσης των «έξι» στις 15 Νοέμβρη του 1922. Ξαναγύρισε στο Ρέθυμνο τον Απρίλη του 1924.
«Κι ένα πρωί»…- μεταφέρω φωνογραφικά τα λόγια του- «Είμαι στη «Μεγάλη Πόρτα» και δεν πιστεύω στα μάτια μου… πάνω από ένα τέταρτο πιενόρχομαι και εξετάζω τον άντρα που θωρώ να κουβεντιάζει μ’ άλλους δύο πρόσφυγες. Σιγουρεύτηκα. Ναι ήτανε εκείνοσας που μου ‘δωκε η μάνα ντου μπάμιες κι έφαγα που ‘μουνε λιμασμένος στην Μικραν Ασία. Αγκαλιαστήκαμε και τότεσας μού πενε ότι έφταξεν επαέ μοναχός του….» Στο σημείο αυτό ο πατέρας μου σκέπασε τα μάτια του να μη φανεί η συγκίνησή του.
Και γίνανε αχώριστοι από τότε μαζί με το μπουλγαρί του βέβαια. Δεν μπορούσε να μη βρεθούν και τον Αύγουστο του 1928 κάπου στο Ρέθυμνο για να γιορτάσουν την εκλογική νίκη του Ελευθέριου Βενιζέλου, όπου και η φωτογραφία. Εδώ θα ξαναθυμηθώ τα λόγια του: «Για μας μεγάλη εορτή τοτεσάς, δε θωρείς στη φωτογραφία πως είμαστε «κουρντισμένοι» και ποιος είναι ο πρόσφυγας τον ρώτησα. Ο ορθός της φωτογραφίας.
Δυστυχώς η ανάγκη του βιοπορισμού με ξέκοψε από κοντά του στη τρυφερή ηλικία των 15 χρόνων και στα υπόλοιπα 14 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι «το φεύγα» του οι συναντήσεις μας ήταν αραιές και σύντομες. Γι’ αυτό και δεν στάθηκε δυνατό να διασώσω και να αξιοποιήσω όπως θα έπρεπε τις αφηγήσεις του. Γι’ αυτό και δεν έμαθα το μέρος και το χρόνο που φιλοξενήθηκε στη Μικρά Ασία κι ακόμα πιο πολύ το όνομα του άρχοντα- Μικρασιάτη μου ξανασυνάντησε, πικραμένο πρόσφυγα πια στο Ρέθυμνο. Αυτό όμως που μας μετέδωσε, εκτός από την ιστορική αλήθεια που έζησε, ήταν ο σεβασμός και η εκτίμηση για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας- «τους πάντα μωρέ έξυπνους και εργατικούς»- όπως έλεγε. Και αυτός ο σεβασμός μ’ ακολουθεί σ’ όλη μου τη ζωή.
Στο σημείο αυτό είναι ευκαιρία να κάνω μια συμπλήρωση και μια διόρθωση στην αναφορά μου αυτή. Όσον αφορά τη συμπλήρωση. Έλεγε ακόμη ο πατέρας μου για τη συνάντησή του αυτή: «Εκείνονα που με θάρρεψενε να του σιμώσω, ήτανε ότι έτυχε να τονε δω να κουβεδιάζει με δύο γνωστούς πρόσφυγες. Γιατί α τονε θώρουνε μοναχό, δε θελα πιστέψω στα μάθια μου, κι ας μου λέγανε την αλήθεια». Όσο για τη διόρθωση. Ο πατέρας μου δεν ορφάνεψε το 1904 γιατί σύμφωνα με το ημερολόγιο που μας άφησε ο παπα-Μιχάλης Σκορδίλης 1891-1920, η γιαγιά μου Ειρήνη το γένος Ιωάννου Τζέληση, πέθανε τον Οκτώβρη του 1905.
Μπορεί τέλος η φωτογραφία να αξιοποιήθηκε σωστά και να έλαβε τη θέση που της πρέπει. Όμως για μας η επιλογή της θα είναι για πάντα, μνημόσυνο στον εκλιπόντα αδελφό μου, κυρίως όμως τιμή στη μνήμη του πατέρα μας και σε μας. Γι’ αυτό κ. Ανδρέα Γιακουμάκη, δάσκαλε και μαέστρο μας εσύ που είχες την επιμέλεια του cd, για πάντα ολόθερμα θα σ’ ευχαριστώ.
Γιάννης Πολογιωργάκης
[Ρεθεμνιώτικα Νέα]