Λυράρενα: «Για μένα ο «Στραβός» ήταν Θεός…»

Η γυναίκα του Μανώλη Πασπαράκη έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012. Κηδεύτηκε χθες Τετάρτη στα Ανώγεια. Είχε μιλήσει στην έντυπη «ΑΝΩΓΗ», για τη ζωή της, δίπλα σε ένα μεγάλο δάσκαλο της κρητικής λύρας.

Συνέντευξη στο δημοσιογράφο της ΝΕΤ, Γιάννη Φασουλά τον Οκτώβριο του 2005

Έμαθε από τρίτους ότι παντρεύτηκε. Στεφανώθηκε την ίδια μέρα που έγινε το προξενιό. Δέχτηκε τις αποφάσεις για να μην γίνει κάνα φονικό… Λίγη ώρα μετά το μυστήριο αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος που παίρνει είναι τυφλός. Σοκάρεται, όμως, δεν του λέει τίποτα, ο ψυχικός της κόσμος «βομβαρδίζεται» από ανάμικτα αισθήματα. Δύσκολες οι πρώτες ώρες, οι πρώτες μέρες. Με τον καιρό όμως τα πράγματα αλλάζουν, τον άνθρωπο που με το ζόρι παντρεύτηκε, τον ερωτεύεται, τον αγαπάει όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, αποκτάει μαζί του πέντε παιδιά και δηλώνει ότι «για μένα ήταν ο Θεός μου».

 

Η Ελένη, γυναίκα του αείμνηστου λυράρη Μανόλη Πασπαράκη, ανοίγει την καρδιά της στην «ΑΝΩ ΓΗ» και μιλάει για τη ζωή της δίπλα σε έναν από τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής, που αν και τυφλός έδωσε φως στις χορδές της λύρας, ανοίγοντας νέους δρόμους στην μουσική παράδοση, μέσα από τους μοναδικούς σκοπούς που «έγραψε» με τα μαγικά ακροδάκτυλα των χεριών του.

Μιλώντας για πρώτη φορά η σύζυγος του γυρίζει πίσω τη μηχανή του χρόνου και περιγράφει, άλλοτε βουρκωμένη, κι άλλοτε χαρούμενη, τις καλές και τις άσχημες στιγμές που έζησε με τον μεγάλο δάσκαλο της  λύρας, που δυστυχώς για  όλους εμάς δεν έτυχε να ηχογραφηθούν σε στούντιο οι μοναδικές του ερμηνείες. Ο,τι υπάρχει σήμερα ως ηχητικό υλικό, είναι από ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έγιναν είτε σε γάμους, είτε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Αυγούστου στα Ανώγεια. Η Ελένη Πασπαράκη, αποκαλύπτει ωστόσο ότι ο Μανόλης της μαζί με το Νεοκλή Σαλούστρο, που τον έχει όπως λέει, σαν παιδί της, πήγαν στην Αθήνα και έγραψαν ένα δίσκο, όμως, ποτέ της δεν τον είδε και δεν τον άκουσε.

Ο «στραβός», όπως τον αποκαλούν οι Ανωγειανοί, ήταν αυτοδίδακτος, κανείς δεν του ΄ρμήνεψε πως παίζεται η λύρα. «Έβγαινε στο δώμα, άκουγε τους σκοπούς από τις παρέες, έμπαινε μέσα και έπαιζε το σκοπό»,  έτσι μάθαινε τη λύρα μας λέει η γυναίκα του.

Ως οικογενειάρχης ήταν άριστος, «όταν έκανε το πρώτο του παιδί «ετρεζάθηκε από τη χαρά του, γιατί τα αδέρφια του δεν έκαναν παιδιά», υπογραμμίζει η Ελένη Πασπαράκη.

Έζησε μαζί του 35 χρόνια, άλλοτε δύσκολα, κι άλλοτε όχι, αλλά πάντα ερωτευμένη με τον άνθρωπο που την πάντρεψαν με το έτσι θέλω…

Στα 75 του, ο Μανόλης Πασπαράκης αφήνοντας πίσω του ένα μοναδικό μουσικό έργο, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, φεύγει από τη ζωή. Η σύζυγος του Ελένη, με δάκρυα στα μάτια θυμάται την μαντινάδα του Γιαλάφτη την ώρα που τον κατέβαζαν στον Άδη:

«Η ώρα του ξεχωρισμού εσίμωσε λυράρη

κι όμως τα μερακλίκια σου δεν είπες ποιος θα πάρει».

Η συνέντευξη έχει ως εξής:

 

Πως γνώρισες τον Μανόλη Πασπαράκη;

« Εγώ δεν το γνώριζα, ποτέ μου δεν του είχα μιλήσει. Ήθελαν τα αδέλφια του να τον παντρέψουν. Αφού έκαναν την εκλογή τους, βρήκαν το συχωρεμένο το αδερφό του το Χαραλάμπη στο Μεϊντάνι και του το λένε. Αυτός δεν γνώριζε ότι ήταν κι από τα δυο μάτια τυφλός. Επί τόπου έδωσε τον λόγο του για να με παντρέψουν. Όλα αυτά που σου λέω, συμβαίνουν το 1951, μέρα Τετάρτη.  Εγώ ζύμωνα και ξαφνικά γέμισε το σπίτι μας ανθρώπους. Ρωτώ ήντα τρέχει; Λένε μου «επαντρεύτηκες».  Αιφνιδιασμένη εγώ ρώτησα: «ποιον πήρα;» «το λυράρη» μου απαντάνε οι γειτόνισσες. «Ποιο λυράρη;» ρωτάω εγώ ξανά, ενώ να πω ότι ο κύρης  μου ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, «το Μανόλη τον Πασπαράκη». Τι θελα να κάμω;…

Πως αντέδρασες;

«Εγώ εξεράθηκα, ήμουν μόλις 19 – 20 χρονών. Δεν είχα κοράγιο να μιλήσω καθόλου, γιατί δεν τον ήξερα καθόλου τον άνθρωπο. Μου είπαν να πάρω ένα άνθρωπο που δεν τον ήξερα. Τώρα που το θυμούμαι τρέμω. Γεμίζει το σπίτι ανθρώπους. Δεν την δίδουμε λένε οι συγγενείς μου, με πρώτο τον μπάρμπα μου τον Κοζονόκωστα από το Μετόχι. Η θειά μου επολέμανε να με πάρει στο Μετόχι, να  με περάσει από τη μανίκα της για να με κάμει παιδί της, με σκοπό να μη με δώσουνε. Έρχεται ο συχωρεμένος ο Λυραρογιώργης και ο Πασπαρογιώργης με τα πιστόλια να με πάρουνε. Επήρανε με. Δεν ήθελα να γίνει κάνα φονικό. Με πήγανε στο σπίτι και σε μισή ώρα κάνουνε το «κογκρέσο», «να την στεφανώσουμε» λένε, «γιατί άμα πομείνει αστεφάνωτη, δεν βραδιάζεται επαέ». Εστεφανώθηκα την ίδια μέρα στον Αϊ Γιώργη».

Εσύ πότε μαθαίνεις ότι ο Λυράρης είναι τυφλός;

«Μετά το γάμο το έμαθα. Στη διάρκεια τη στεφάνωσης εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν γνώριζα ότι ήταν κι από τα δυο μάτια τυφλός.  Το κατάλαβα όταν πήγαμε στο σπίτι και έβγαλε τα γυαλιά… Ήταν τυχερό μου. Ποτέ δεν του είπα τίποτα. Έχω  όμως, παράπονο των προξενητάδων που δεν μου είπαν από την αρχή την αλήθεια»…

Υποθέτω ότι πήγατε στους γιατρούς για να βρει λύση στο πρόβλημα του;

« Ο αδερφός του ο Δημοσθένης τον κάλεσε μια μέρα στο Ηράκλειο. Πήγε και τον βρήκε για να πάνε στο γιατρό και του λέει « αν γίνεται Μανόλη να δεις το φως σου, θα σου δώσω το ένα μου μάτι και με το άλλο εξυπηρετούμε και εγώ». Πήγανε στο γιατρό και τους είπε ότι δεν γινόταν τίποτα.

Πως ήταν η ζωή μαζί  του; Όταν τον γνώρισες έπαιζε λύρα επαγγελματικά;

« Τον αγάπησα! Ήταν καλός άνθρωπος, για μένα έλιωνε. Να μην ακούσει πως πονούσα κάπου. Πολύ με αγαπούσε, για μένα ήτανε Θεός… Ήταν πολύ καλός λυράρης και πολύ καλός άνθρωπος, τον είχε αγαπήσει όλος ο κόσμος. Ο, τι έμαθε στη λύρα, το έμαθε μοναχός του. Τη λάτρευε τη λύρα. Ακόμα κι όταν δεν είχε παρέα θα λα καθίσει μέσα να την τριγουνίζει.  Στο σπίτι μου είχανε κάνει πολλές παρέες, δεν θυμάμαι πόσες… Αυτός ξεκίνησε από 15 χρονών. Αρρώστησε όπως ο ίδιος μου είπε από τεσσάρων ετών. Τον ρώτησα μια μέρα. Ήταν δυο παιδιά άρρωστα, πέθανε το ένα και τυφλώθηκε το άλλο. Όταν ήταν οχτώ ετών, ο συχωρεμένος ο πεθερός μου του έκαμε ένα λυράκι και το τριγούνιζε. Μόλις άκουγε παρέα – τότε ήταν δώματα – πόριζε και  με το αφτί του έκουγε τις κοντυλιές, έμπαινε μέσα και έπαιζε το σκοπό στη λύρα. Έτσι έμαθε όλους τους σκοπούς μόνος του, χωρίς  να του δείξει άνθρωπος. Στα 15 του έπαιζε στους γάμους στα Ανώγεια. Μετά πήγε και στα γύρω χωριά, έχοντας πάντα από δίπλα τον πασαδόρο του, το Νεοκλή, που τόσο εκτιμούσε. Είναι πολύ καλός άνθρωπος ο Νεοκλής, του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Τον είχα σαν παιδί μου τον Νεοκλή όταν ερχόταν στο σπίτι μου. Δεν είχα αγωνία για τον άνθρωπο μου όταν έπαιζε στους γάμους και τα γλέντια, ήξερα ότι ήταν σε καλά χέρια. Είχα αγωνία, όταν ήταν μοναχός. Μέχρι το Μεϊντάνι πήγαινε μοναχός του και μετά γύριζε στο σπίτι. Μέχρι να γυρίσει όμως στο σπίτι είχα μεγάλη αγωνία, γιατί ήσανιε αμάξα…Ήταν δρόμος… Πολλές φορές χτύπησε. Μια φορά έπεσε και έσπασε τρία πλευρά. Γνώριζε τους ανθρώπους από τη αναπνιά, από τα πατήματα τους. ΄Οποιος κι αν έμπαινε στο σπίτι τον γνώριζε».

Μπορείς να θυμηθείς ορισμένες καλές αλλά και άσχημες στιγμές που περάσατε μαζί;

«Κάναμε πέντε παιδιά. Σε τρία χρόνια μέσα έκανα τρία παιδιά. Ήταν δύσκολες εποχές. Αυτός ζούσε τα παιδιά του με τη λύρα και πολέμουνα και ΄γω, στο περβόλι, στ΄ αμπέλι στο αργαστήρι. Ο,τι εμπόρουνε το κάναμε για να αναθρέψουμε τα παιδιά μας. Τον αγάπησα πάρα πολύ… Υπήρξαν και πολλές καλές στιγμές. Όταν έκανε το πρώτο του παιδί ετραιζάθηκε από τη χαρά του, γιατί τα αδέρφια του δεν έκαναν παιδιά. Ο συχωρεμένος ο Δημοσθένης έκανε ένα κορίτσι που αρρώστησε και πέθαινε. Για τα παιδιά του τα έδινε όλα. Η Νικολία είναι το στερνοπαίδι μας, έχει μια διαφορά 12 χρόνια από το προηγούμενο. Με ρωτάς να σου απαντήσω, πως αποφασίσαμε να κάνουμε ένα παιδί, μετά από τόσα χρόνια; Μας έτυχε… Αυτός τα παιδιά τα ήθελε. Η πιο δύσκολη στιγμή για μας ήταν όταν αρρώστησε ένα κοπέλι μου οχτώ χρονών και το πήγα στην Αθήνα και έκαμε την πρώτη φορά σαράντα μέρες, τη δεύτερη έκαμε δυο μήνες. Για δέκα χρόνια το πήγαινε και το γιάγερνα στην Αθήνα. Δεκαοχτώ χρονών επόθανε, το λέγανε Γιώργη κι ήταν το τρίτο στη σειρά. Στοίχισε πολύ στον άντρα μου ο θάνατος του Γιώργη.  Έπαιζε τα μοιρολόγια στη λύρα. Ένα χρόνο έκαμε να πάει σε γλέντι, δεν πόριζε καθόλου όξω, εγανακτίσανε μέχρι να το βγάλουνε οι φίλοι του όξω.

Θυμάσαι, αν ο άνδρας σου μπήκε καμιά φορά σε στούντιο να γυρίσει δίσκο ή όχι;

« Επήγε μια φορά στην Αθήνα με το Νεοκλή για να παίξουμε και βγάλανε ένα δίσκο».

Αυτός ο δίσκος υπάρχει σήμερα, είναι μήπως στα χέρια σου;

« Εγώ δεν έχω, ούτε και τον είδα. Από όσο θυμάμαι δεν ξαναπήγε μπλιό σε στούντιο για να κάνει ηχογράφηση».

Σταθερός του συνεργάτης ήταν ο Νεοκλής ή είχε κι άλλους;

« Τα πρώτα χρόνια για λαουτιέρη είχενε το Μυρομανόλη, μετά συνεργάστηκε με το Νεοκλή που έκανε μαζί του πολλά γλέντια και πολλές παρέες. Περίπου  είκοσι με εικοσιπέντε χρόνια ήταν μαζί».

Μέχρι ποια ηλικία έπαιζε λύρα;

« Μέχρι τα εβδομήντα του, μετά αρρώστησε και σταμάτησε…Στα 75 του πέθανε, από κύρωση του ήπατος. Τη λύρα του την έχω φυλάξει. Δεν θα ξεχάσω βέβαια τη μέρα που τον κηδέψαμε και τη μαντινάδα που του είπε ο Γιαλάφτης, την ώρα που τον κατεβάζανε στον Άδη:

«Η ώρα του ξεχωρισμού εσίμωσε λυράρη

κι όμως τα μερακλίκια σου δεν είπες ποιος θα πάρει».

Νεοκλής Σαλούστρος: Σπάνιος μερακλής  και σπάνιος άνθρωπος…

Συνεργάτης του Μανόλη Πασπαράκη στην μεγαλύτερη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας υπήρξε, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ένας καλός Ανωγειανός, ο Νεοκλής Σαλούστρος, που  τον συνόδευε πάντα με τον μαντολίνο του. Μιλώντας το 1984 στον Γιώργο Καράτζη, σε μια εκπομπή του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού Ηρακλείου, αφιερωμένη στο «Στραβό», είπε για τον μεγάλο δάσκαλο του και στενό του φίλο: « Τον Μανόλη τον Πασπαράκη, από τα παιδικά μου χρόνια, τον έβλεπα, τον άκουγα τον εθαύμαζα. Συγχρόνως, επειδή και ’γω μέσα μου είχα κάποιο μερακλήκι, προσπάθησα εντελώς ερασιτεχνικά και έμαθα μαντολίνο. Καλά ή κακά, μαντολίνο έμαθα. Όπως οι εποχές ήταν τότε, πασαδόροι δεν υπήρχαν και σιγά – σιγά με ανάγκασαν να παίζω σε γάμους. Συνεργαστήκαμε από το 1960 μέχρι το 1975. Για τον Μανόλη τον Πασπαράκη έχω να πω – ρητώς και κατηγορηματικώς – ότι το μερακλήκι του λίγοι άνθρωποι μπορούν το φέρουν μέσα τους. Έπαιζε ναι μεν ως επαγγελματίας, αλλά ποτέ δεν ενδιαφερόταν αν έβγαζε λεφτά ή όχι. Ήθελε πάντοτε μερακλήδες κοντά του. Μόλις άκουγε μαντινάδα καλή και σωστή ανατρίχιαζε και χτυπιότανε εκεί που θα καθότανε. Πράγμα το οποίο δείχνει ότι είχε μερακλήκι του δικό του. Τις κοντυλιές του τις χυματικές δεν τις άκουσα από άλλους, ήταν σύνθεση δική του, όπως και στο χανιώτη το συρτό, ουδείς  ακόμα μπορεί να παίξει όπως τα έπαιζε αυτός. Κείνο που μετράει είναι ότι αυτός υπήρξε μερακλής τόσο στη μουσική, όσο και στις μαντινάδες. Τις έλεγε εκεί που χρειαζόταν. «Χτυπητές» μαντινάδες όπως λέμε εμείς στο χωριό. Ήταν πάντα σοβαρός, δεν έλεγε ποτέ ανοησίες στο γλέντι του απάνω και η συνεργασία μας ήταν πάρα πολύ καλή. Πάντοτε με το γέλιο και το χαμόγελο αρχινούσαμε και με το γέλιο τελειώναμε».

Ω! την παντέρμη τη ζωή και πως την νταγιαντίζω…

Ο Μανόλης Πασπαράκης κατάφερε να δώσει με λίγους στίχους μονάχα, ολόκληρο το περιεχόμενο της ψυχής του:

Κόσμο πατώ, κόσμο γρικώ

και κόσμο δεν γνωρίζω,

ω! την παντέρμη τη ζωή

και πως την νταγιαντίζω

—————————————–

 

Αρρώστησα και δεν μπορώ

να γιατρευτώ  ποτέ μου,

μόνο στον Άδη όταν θα μπω

θα σβήσουν οι πληγές μου

—————————————–

Ε Θε μου και ξημέρωσε

μια μέρα και για μένα

να διώξω όλους  στους καημούς

που τυλιχτήκαν εμένα

————————————–

Αν έχανα την μνήμη του

θα΄ταν καλλιά για μένα

για δε θα αναστορούμουνε

πράματα περασμένα

—————————————

Στον τάφο  που θα θάψουνε

το σώμα το δικό μου, εκεί

θα φαίνονται οι καπνοί

των αναστεναγμών μου

—————————————-

Φεύγεις ψυχής μου της ψυχής

γλυκιά παρηγοριά μου που

με τα μάτια σου τα

δυο φέγγανε τα δικά μου

(Για τον πατέρα του )

———————————–

Νεκροί που αναπαύεστε

μέσα στο μαύρο χώμα,

κάμετε τόπο και ΄ρχεται

νους δυστυχή το σώμα

———————————–

Από τον τάφο ανε μπορώ

θα ΄ναι λιποταχτήσω να

βρω τσι φίλους τσι παλιούς

να τσι ξαναγνωρίσω

—————————————-

Η κάμπια τρώει τον ανθό

και η πέρδικα τη βιόλα

σ΄ αυτού του ψεύτη το ντουνιά

εδώ πομένουν όλα

—————————————-

Αν έχει ο τάφος όνειρα

συ θα΄σαι το δικό μου

κι η πλάκα θα σηκώνεται

σε κάθε στεναγμό μου

—————————————–

Ως και το χώμα που πατώ

από βαθιά φωνάζει

ποιος είναι αυτός που

με πατεί και βαριαναστενάζει


ΑΝΩΓΗ