Πέθανε ο Μιχάλης Κακογιάννης

«Έφυγε» σε ηλικία 89 ετών ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε εισαχθεί πριν μερικές ημέρες με αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα.

Στον περίβολο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», θα ταφεί δημοσία δαπάνη την Πέμπτη, 28 Ιουλίου, ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εκλιπόντος.

Η νεκρώσιμη ακολουθία θα ψαλεί στον Ιερό Ναό Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου στις 16:00.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης οραματίστηκε έναν ξεχωριστό πολιτιστικό φορέα που σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Ιδρύματος Κακογιάννη «διαθέτει εαυτόν στη μελέτη, την υποστήριξη και τη διάδοση των παραστατικών τεχνών, ειδικότερα του θεάτρου και του κινηματογράφου», των τεχνών, τις οποίες αγάπησε και υπηρέτησε στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για περισσότερο από 50 χρόνια.

Ο διεθνής δημιουργός συνέστησε το κοινωφελές «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» στα τέλη του 2003, επιθυμώντας να δημιουργήσει έναν φορέα πολιτισμού που θα διαθέτει σύγχρονα μέσα, καινοτόμες ιδέες, αλλά και καλλιτεχνική άποψη αντιπροσωπευτική της σχέσης του ίδιου με την Τέχνη.

Το Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» έθεσε και πέτυχε τον πρώτο του στόχο, τη δημιουργία του Πολιτιστικού του Κέντρου, ενός σύγχρονου κτιρίου στην οδό Πειραιώς, συνολικού εμβαδού 6.810 τ.μ, στέγη για τις δραστηριότητές του.

Στα σχέδια του Ιδρύματος είναι να προσφέρει υποτροφίες σε νέους με ταλέντο, διευρύνοντας έτσι τους καλλιτεχνικούς τους ορίζοντες και παράλληλα ενισχύοντας το καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης πίστευε πολύ στους νέους, στο ταλέντο τους, τις προοπτικές τους και τη δύναμή τους, και το Ίδρυμα ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτής της αγάπης.

Δηλώσεις καλλιτεχνών για τον θάνατο του Μιχάλη Κακογιάννη

Ειρήνη Παπά:

«Έφυγε και μας περιμένει στο θέατρο το αιώνιο».

Γιάννης Σμαραγδής: (σκηνοθέτης)

Ο Μιχάλης Κακογιάννης ήταν μια πολύ μεγάλη προσωπικότητα που τόσο ο ελληνικός κινηματογράφος όσο κυρίως η χώρα μας του οφείλει πολλά γιατί με την τέχνη του κινηματογράφου που είναι η τέχνη που φτιάχνει τους μύθους στον 20ο αιώνα με τη σπουδαία ταινία του “Αλέξης Ζορμπάς” κατάφερε να αλλάξει το πρόσωπο της Ελλάδας και να κάνει τη χώρα μας διεθνή προορισμό. Άλλαξε το πρόσωπο της Ελλάδας, άλλαξε το πρόσωπο του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο είναι οι δύο μεγάλοι πυλώνες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο ένας πυλώνας έπεσε, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει , όμως το έργο του θα μείνει αιώνιο.

Γιώργος Μιχαλακόπουλος:

«Είναι μια τεράστια απώλεια στον χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου. Είναι ένας δημιουργός που έβγαλε το καλό πρόσωπο της Ελλάδας προς τα έξω. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος που νοιαζόταν το σύνολο. Κατά την ταπεινή μου άποψη είναι μια τεράστια απώλεια για τον χώρο της τέχνης ».

Αλέκος Φασιανός:

«Ήταν από τους ηγέτες του ελληνικού κινηματογράφου, ο πιο σπουδαίος, ένας άνθρωπος της σύγχρονης ιστορίας του κινηματογράφου. Έδωσε μια καινούργια ώθηση στον ελληνικό κινηματογράφο προβάλλοντας θέματα μεγάλων συγγραφέων. Η κληρονομιά που μας άφησε του είναι καταπληκτική. Με το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» περιέγραψε την πραγματικότητα με μια μεγάλη συγκίνηση, με έναν δικό του τρόπο τελείως πρωτοποριακό».

Νικήτας Τσακίρογλου:

«Ο Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε ένας μεγάλος σκηνοθέτης ιδιαίτερα του κινηματογράφου που μας χάρισε μεγάλες επιτυχίες και στο σύγχρονο κινηματογράφο με την Λαμπέτη και τον Χορν και την Μελίνα Μερκούρη στη «Στέλλα» αλλά ασχολήθηκε και με την αρχαία τραγωδία στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδη» που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Δεν είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του στον κινηματογράφο, συνεργάστηκα στο θέατρο σε μία παράσταση με την Κάτια Δανδουλάκη και τη Χρυσούλα Διαβάτη στο «Ναν» όπου εκεί γνώρισα από κοντά τον καλλιτέχνη. Η απώλεια είναι μεγάλη. Είναι μια προσωπικότητα που θα θυμόμαστε πάντα.

Για το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Άφησε ένα έργο πίσω του, ένα χώρο όπου δοκιμάζονται καλλιτεχνικές παραστάσεις και στο χώρο του θεάτρου και το χώρο του τραγουδιού όπου την επισκεπτόμαστε τακτικά εμείς οι καλλιτέχνες και παρακολουθούμε ενδιαφέροντα θεάματα».

Λευτέρης Βογιατζής:

«Υπήρχε ανάμεσά μας μία αμοιβαία εκτίμηση. Είναι πολύ σπουδαία για τον ελληνικό κινηματογράφο η τριλογία του «Το κυριακάτικο Ξύπνημα», «Το κορίτσι με τα μαύρα» και το «Τελευταίο ψέμα», νομίζω ότι είναι ίσως οι ωραιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν. Δεν ήξερα ότι ήταν άρρωστος , πολύ λυπάμαι για το χαμό του, δεν το ήξερα».

Μια ζωή γεμάτη τέχνη

«Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι ο πρώτος, ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού συναδέλφους σκηνοθέτες, που μπόρεσε να βγάλει την Ελλάδα έξω από τα σύνορά της. Και το έκανε μεταφέροντας στον κινηματογράφο τον Ευριπίδη και τον Καζαντζάκη, κάνοντάς τους αγαθό του διεθνούς κοινού, προβάλλοντας την ιδέα του ελληνισμού, όταν στην κοιτίδα του επί της ουσίας δεν υπήρχε καν σοβαρή κινηματογραφία».

Με αυτά τα λόγια ο δημοσιογράφος, Χρήστος Σιάφκος, που υπογράφει τη βιογραφία του Μιχάλη Κακογιάννη «Σε πρώτο πλάνο» (εκδ. Ψυχογιός) καλωσορίζει το 2009 τον αναγνώστη στην «υπέροχη» περιπέτεια ζωής του διεθνούς σκηνοθέτη.

Επαγγελματικά ο Μιχάλης Κακογιάννης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο θέατρο, ως Ηρώδης στη Σαλώμη του Όσκαρ Ουαΐλντ, το 1947. Ο ίδιος περιγράφει μοναδικά την σκηνή:

«Όλα διαδραματίστηκαν, όπως μπορείτε να τα φανταστείτε, ακόμα και ο Χορός των επτά πέπλων. Μου γδύθηκε σχεδόν τελείως η Σαλώμη, ή τουλάχιστον όσο επιτρεπόταν τότε. Έμεινε με ένα κιλοτάκι και δε θυμάμαι αν φορούσε καν σουτιέν. Λεγόταν Μπερνίς Ρούμπενς και έγινε στη συνέχεια διάσημη συγγραφεύς».

«Στη ζωή δεν είμαι καταπιεστικός, στη δουλειά όμως γίνομαι. Στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι δικτάτορας. Διοικείς πλήθος ανθρώπων, γίνεσαι Θεός κατά κάποιο τρόπο, αφού πλάθεις ζωή. Κι αυτή η ζωή αποκτά την οντότητα της πραγματικής. Επίσης, γίνεσαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν έχεις καιρό για κολακείες ή ψέμματα. Το πλάνο εργασίας πρέπει να ολοκληρώνεται στον τακτό χρόνο. Αν κατακρίνω για κάτι σήμερα τους νέους σκηνοθέτες, είναι γιατί δεν υπακούουν στους νόμους του κινηματογράφου και ξαφνικά μένουν χωρίς λεφτά. Εγώ γύριζα τις ταινίες σε επτά με οκτώ εβδομάδες. Δεν έβγαινα ποτέ από τον προϋπολογισμό. Αλλά βέβαια πρέπει να ξέρεις τι θέλεις, όταν αρχίζεις να δουλεύεις. Κι όσο για τις αποφάσεις, πρέπει να ξέρεις να τις παίρνεις στο δευτερόλεπτο».

«Στον αγνώμονα άνθρωπο δεν απαντώ καθόλου. ‘Οσο για την κακεντρέχεια δε με νευριάζει, σίγουρα όμως με πληγώνει. Και αν το να είσαι καλός σημαίνει ότι είσαι δίκαιος και λειτουργείς σωστά, ναί, νομίζω πως είμαι καλός άνθρωπος».

«Ο ”Αττίλας 74” δεν είναι μία ταινία που σκηνοθέτησα εγώ. Τη σκηνοθέτησε η Ιστορία κι εγώ απλώς κατέγραψα τα γεγονότα. ‘Οσο καλύτερα μπορούσα και λειτουργώντας ως καθρέφτης τους. Μόλις έμαθα για την εισβολή, ότι οι Τούρκοι μάς είχαν μαχαιρώσει στην πλάτη, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να πάω και να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Δεν ήμουν, όμως, ικανός να χρησιμοποιήσω άλλο όπλο εκτός της κινηματογραφικής μηχανής. Και μ΄αυτή πολέμησα τελικά».

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, γιος της Αγγελικής και του Παναγιώτη Κακογιάννη, γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου, στις 11 Ιουνίου του 1922, και σπούδασε Νομική, Δραματικές Τέχνες και σκηνοθεσία στο Λονδίνο. Σχεδόν ολόκληρο το διάστημα που βρισκόταν στο Λονδίνο, εργάστηκε στην ελληνική υπηρεσία του BBC, στην αρχή ως μεταφραστής και εκφωνητής, και αργότερα, σε ηλικία μόλις 22 χρόνων, ανέλαβε τη διεύθυνση της «Κυπριακής Ώρας».

Το 1947, ξεκίνησε την καριέρα του στο Θέατρο της Αγγλίας ως ηθοποιός, γρήγορα όμως τον κέρδισε η σκηνοθεσία και το 1953 ήρθε στην Ελλάδα. Το 1954, με την κινηματογραφική ταινία «Κυριακάτικο Ξύπνημα», ο Μιχάλης Κακογιάννης έκανε την αρχή της διεθνούς σκηνοθετικής του καριέρας. Η «Στέλλα», το «Κορίτσι με τα μαύρα», το «Τελευταίο ψέμα» η τριλογία του: «Ηλέκτρα», «Τρωάδες» και «Ιφιγένεια» και ο «Ζορμπάς» είναι μερικές μόνο από τις ταινίες του που διαγωνίστηκαν και προβλήθηκαν στα εγκυρότερα φεστιβάλ παγκοσμίως και απέσπασαν πολλά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Στις ταινίες του συνεργάστηκε με μεγάλους Έλληνες ηθοποιούς, αλλά και με γνωστούς και καταξιωμένους ηθοποιούς της Αμερικής και της Ευρώπης.

Πέρα από τη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, σε εγχώριες αλλά και διεθνείς συμπαραγωγές, ο Μιχάλης Κακογιάννης έχει επίσης σκηνοθετήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις όπερας στην Ελλάδα, τις Η.Π.Α., τη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έχει, επίσης, γράψει και έχουν εκδοθεί σενάρια και μεταφράσεις κινηματογραφικών και θεατρικών έργων, ενώ έχει γράψει και στίχους γνωστών ελληνικών τραγουδιών.

Έργο του Μιχάλη Κακογιάννη είναι και ο νυχτερινός φωτισμός των μνημείων της Ακροπόλεως, τον οποίο εκείνος πρώτος οραματίσθηκε και για την επίτευξη του οποίου ίδρυσε το σύλλογο «Οι Φίλοι της Αθήνας», εξασφαλίζοντας τις υπηρεσίες του διάσημου Γάλλου φωτιστή Pierre Bideau  και αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση όλων των απαραίτητων μελετών.

Το 2004, ο Μιχάλης Κακογιάννης συνέστησε το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» με σκοπό τη μελέτη, υποστήριξη και διάδοση των τεχνών του θεάτρου και του κινηματογράφου, καθώς και την καταγραφή και διαφύλαξη των δημιουργημάτων των τεχνών αυτών, ενώ το φθινόπωρο του 2009 αναμένεται η έναρξη λειτουργίας του Πολιτιστικού Κέντρου του Ιδρύματος που βρίσκεται στην οδό Πειραιώς 206, στον Ταύρο.

Για την προσφορά και το έργο του, ο Μιχάλης Κακογιάννης έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό. Έχει τιμηθεί με τον Ταξιάρχη του Χρυσού Φοίνικα (Ελλάδα), τον Ταξιάρχη των Γραμμάτων και Τεχνών (Γαλλία), τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Μακαρίου του Γ’ (Κύπρος) και το Special Grand Prix of the Americas (Μόντρεαλ). Έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του στο έθνος, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το συνολικό έργο του, για έργο ζωής στα Ιεροσόλυμα, για έργο ζωής από το American Hellenic Institute στην Ουάσιγκτον και στο Κάιρο. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Δημότης στη Λεμεσό, στο Montpellier (Γαλλία) και στο Ντάλας (Τέξας, Η.Π.Α.) και έχει αναγορευθεί Διδάκτωρ Τεχνών στο Columbia College (Σικάγο, Η.Π.Α.), Επίτιμος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καθώς και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.