Άγνωστοι Ρεθεμνιώτες ήρωες που διακρίθηκαν στη Μάχη της Κρήτης
Ήταν η Μάχη που καθόρισε την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας λαός αποδυναμωμένος από τους μάχιμους άνδρες, που είχαν αποκλειστεί μακριά από το νησί, με την υποστήριξη μικρού αριθμού στρατιωτών και συμμάχων, κατάφερε να ταπεινώσει τους επίλεκτους του Γ’ Ράιχ.
Το ξαθέρι ενός στρατού εμπειροπόλεμου και εφοδιασμένου με πολεμικές μηχανές εξαιρετικά προηγμένες για την εποχή τους, με προθεσμία μέσα σε ένα τριήμερο να έχει καταλάβει την Κρήτη, αποδεκατίστηκε από γέρους και γυναικόπαιδα που πολεμούσαν με πέτρες, τσεκούρια, παλιούς γκράδες, ακόμα και μαχαίρια. Και η Μάχη κράτησε δέκα ολόκληρες μέρες, διάστημα καταστροφικό για τα μεγαλεπίβολα σχέδια του Χίτλερ που βιαζόταν να χτυπήσει τη Ρωσία.
Αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο Μάρκος Πολιουδάκης. Ήταν εκείνος που με πάθος συνέβαλε ώστε ο Μάης του ΄41 από ένα μνημόσυνο να γίνει λαμπρή επέτειος. Ήταν εκείνος που δημιούργησε τη γέφυρα επικοινωνίας με τους βετεράνους της Αυστραλίας, που για αρκετά χρόνια έρχονταν να προσκυνήσουν τη γη που πολέμησαν. Ήταν εκείνος που έχει γράψει και το συναξάρι τόσων αγωνιστών, το περίφημο μαρτυρολόγιο, που δεν έχει κανένα κενό.
Ανάλωσε τη ζωή του για το σκοπό αυτό. Και ΄μεις ούτε την ικανοποίηση της ίδρυσης του Μουσείου που ονειρευόταν να δημιουργήσει με το δικό του πολύτιμο υλικό, αυτό που συγκέντρωσε χωρίς να ενοχλήσει κανέναν, δεν καταφέραμε να του προσφέρουμε. Κι έφυγε με τον καημό. Κι ήταν η τελευταία του λέξη Μ..ου..σ..είο, ψέλισε και ξεψύχισε.
Αυτά για να θυμόμαστε και να ντρεπόμαστε. Όσοι βέβαια έχουν ακόμα αυτές τις ευαισθησίες.
Από το αρχείο του Μάρκου Πολιουδάκη, είχαμε επιλέξει ένα ντοκιμαντέρ ντοκουμέντο που θα άξιζε να βρίσκεται σε κάθε σχολείο. Ο ίδιος το είχε εμπιστευθεί στον «Πολιτιστικό Οργανισμό» για μερικά αφιερώματα.
Είναι μια παλιά παραγωγή της ΕΤ1, σε σκηνοθεσία του Αντώνη Βογιάζου, με ιστορικό σύμβουλο τον Νίκο Σβορώνο. Σ’ αυτό συμμετείχε και ο αείμνηστος Μάρκος Πολιουδάκης, καθώς επίσης και οι επιφανείς της Μάχης της Κρήτης αγωνιστές Ανδρέας Μανουράς και Ελευθέριος Μιαούλης.
Από τις μαρτυρίες τους κρατήσαμε μερικές λεπτομέρειες που είναι συγκλονιστικές. Και θελήσαμε να τις μεταφέρουμε στους αναγνώστες μας για να μαθαίνουν και οι νέοι. Γιατί με μια κατάθεση στεφάνου, όπως κατάντησε το πρόγραμμα η νομαρχία, με πολιτική ταφόπετρας για κάθε σημαντική επέτειο, δεν διδάσκεται η ιστορία. Και μάλιστα σε μια εποχή της ύλης και του συμφέροντος όπως είναι αυτή που ζούμε.
Μια ηρωική οικογένεια
Πέντε αδέλφια ήταν οι Μανουράδες από τα Σείσαρχα. Αν και ο νόμος τους επέτρεπε να εξαιρεθούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ουδείς εξ αυτών θέλησε να επωφεληθεί.
Ο πρώτος μάλιστα παρουσιάστηκε εθελοντής και ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρήκε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα .Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκαν δυο ακόμα αδέλφια στο Μέτωπο.
Αφηγείται στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ο Ανδρέας Μανουράς (1911-1986):
«Αν και είχαμε το περιθώριο να εξαιρεθούμε και οι τέσσερις αδελφοί ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα της πατρίδος.
Στις πρώτες μέρες του Μάη με την κατάρρευση του μετώπου είχαμε επιστρέψει στο χωριό μας. Στις 10 Μαΐου λάβαμε διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης να παρουσιαστούμε όσοι βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο.
Αμέσως ετοιμαστήκαμε αλλά επειδή ο Μανόλης, που υπηρετούσε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είχε τρεις μέρες μόλις που ήρθε στο χωριό και είχαμε να τον δούμε κάπου δυόμισι χρόνια, του ζητήσαμε να παραμείνει λίγες μέρες για να τον δούνε οι γονείς μας. Εκείνος όμως το θεωρούσε ατιμωτικό να δεχθεί. Κι όταν η μητέρα μου τον παρακάλεσε θερμά να μείνει για χάρη της εκείνος της είπε:
– Δεν γίνεται μάνα. Εγώ έχω δυο μητέρες και η μια κινδυνεύει. Πρέπει να τρέξω στο καθήκον κι όταν περάσει ο κίνδυνος τότε θα είμαι και πάλι δικός σου.
Παρουσιαστήκαμε στον τότε Φρούραρχο Ρεθύμνης Γεώργιο Νικολακάκη, Συνταγματάρχη και τον παρακαλέσαμε να μας δώσει οπλισμό. Εκείνος σήκωσε τα χέρια. Δεν είχε τίποτα παρά μερικά όπλα που γέμιζαν με μια σφαίρα κι ένα πολυβόλο που βρισκόταν στη Φορτέτζα για τις ανάγκες της άμυνας. Το ζητήσαμε κι εκείνος μας το έδωσε.
Κατά τη διαδρομή από τη ΒΙΟ προς τα Περιβόλια που ήταν και το κέντρο των επιχειρήσεων, για να τοποθετήσουμε το πολυβόλο, διαπιστώσαμε ότι μας είχε πάρει στο κατόπι ένας πιτσιρίκος που δεν θα ήταν παραπάνω από 12 χρόνων.
Όταν φθάσαμε στον προορισμό μας και ο σιτιστής με έναν άλλο στρατιώτη υποχρεώθηκαν να αναλάβουν κάποια άλλη υπηρεσία, στην ανάγκη τι να κάνω. Έδειξα στο μικρό πως να γεμίζει τις ταινίες και να μου τις δίνει.
Είναι απίστευτο με πόση ταχύτητα και επιδεξιότητα ο μικρός ανταποκρίθηκε στο καθήκον του αυτό. Και οφείλω να παραδεχτώ ότι χάρις σ’ αυτό το 12χρονο παιδί, που δεν ήξερα ούτε τα στοιχεία του, είχαμε τη γνωστή έκβαση στις επιχειρήσεις. Έτσι λοιπόν ελειτούργησε το πολυβόλο και με τόσο αποτελεσματικό τρόπο μάλιστα».
Σχετικά με το θέμα αυτό γράφει ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης:
«Πολλοί Ρεθεμνιώτες έτρεξαν στο Φρουραρχείο ζητώντας όπλα. Μέσα στη σύγχυση και τη νευρικότητα των στιγμών αυτών, λίγοι ήταν οι τυχεροί.
Ο Φρούραρχος Γ. Νικολακάκης έστειλε τα μοναδικά δυο πολυβόλα που διάθετε, με τους λοχίες Δαφνομήλη, Μανώλη Σταγάκη, Μανόλη Θεοδωράκη, Βαγγέλη Ψυχαράκη και τον επιλοχία Ανδρέα Μανουρά προς τη ΒΙΟ.
Εκεί ήταν ο Ανθυπολοχαγός Χναράκης με αυτόματο.
Η δύναμη αυτή ενώθηκε με τον 11ο λόχο χωροφυλάκων του Παπαδόπουλου και αντιμετώπισε τους αλεξιπτωτιστές στο ρυάκι ανατολικά της ΒΙΟ. Ένα παιδί 13 χρόνων του Ορφανοτροφείου μπήκε στους πολυβολητές και στάθηκε βοηθός στο πολυβόλο. Τ’ όνομά του Καπετανάκης από το Ροδάκινο (Μανόλη Σταγάκη λοχία: «Ιστορικές αναμνήσεις 9ημέρου από τη Μάχη της Κρήτης» Ρέθυμνο 1977).
Επίσης ο Ιωάννης Μουρέλλος στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης» γράφει, πως την πρώτη μέρα της μάχης πολεμούσαν στα Περιβόλια τρία αδέρφια του Μανουρά του Ζαχαρία από τα Σείσαρχα, μα την πρώτη νύχτα έχασε ο ένας τον άλλο κι ο Ανδρέας έμεινε μόνος με τη συντροφιά ενός παιδιού 12 χρόνων. Το παιδί αυτό έμεινε κοντά στο πολυβόλο του Μανουρά 28 ώρες, γεμίζοντάς του τις ταινίες. Σαν ξημέρωσε δέχτηκαν τα επίγεια και εναέρια πυρά των γερμανών και ο Ανδρέας Μανουράς κατόρθωσε να ρίξει ένα αεροπλάνο, που είχε κατεβεί χαμηλά και πολυβολούσε. Το παιδί αυτό λεγόταν Γιώργης Βεράκης από το Ρέθυμνο».
Όπως διηγείται στη συνέχεια, ο Ανδρέας Μανουράς αυτή τη φορά, βλέπει ξαφνικά τον αδελφό του Μανόλη, άοπλο, αλλά ενθουσιασμένο από την έκβαση της μάχης. Με μια φωνή καταφέρνει να παρασύρει και άλλους στρατιώτες να περάσουν απέναντι και να χτυπήσουν την άμυνα του εχθρού. Αλλά οι ριπές τους θέρισαν.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης γράφει συγκεκριμένα:
«Οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί μέσα στο εργοστάσιο ΒΙΟ και αμύνονταν. Εκεί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ζωντανά προκαλύμματα, τους κατοίκους των γύρω σπιτιών (έκθεση Φρουράρχου Γ. Νικολακάκη).
Η μάχη γενικεύεται με την άφιξη νέων γερμανικών τμημάτων από τ’ ανατολικά και καταφθάνοντας πολίτες και χωροφύλακες από τα δυτικά. Πολίτες, στρατιώτες και δόκιμοι χωροφύλακες με εφ΄όπλου λόγχη προχωρούν και φωνάζουν «ΑΕΡΑ» «απάνω-ν-των -ε μωρέ και τους φάγαμε» Με την κραυγή «ΑΕΡΑ» έδιωχναν το φόβο, αλλά και επέβαλαν το φόβο στον εχθρό με την ίδια κραυγή.
Αρκετοί αλεξιπτωτιστές είναι ήδη νεκροί. Στου Κόρακα την Καμάρα κείτονταν δυο αξιωματικοί και πολλοί στρατιώτες νεκροί.
Για την υπεράσπιση της πόλης του Ρεθύμνου έπεσαν, ο Διμοιρίτης του 10ου λόχου Υπομοίραρχος Χλεμπογιάννης Νικόλαος στην Κηφισιά, τρεις Υπαξιωματικοί της Σχολής Χωροφυλακής, ο Υπενωμοτάρχης Λαμπρόπουλος Κ. στην παραλία, ο Χωροφύλακς Γιαννακάς Ηλίας της Δ/σεως Χωροφυλακής Ρεθύμνης, επτά οπλοφόροι πολίτες μέσα σ’ αυτούς και ο Εμμ. Μανουράς του Ζαχαρία και 35 Δόκιμοι Χωροφύλακες
Οι Γερμανοί τράπηκαν σε φυγή προς τα Περιβόλια και εγκατέλειψαν πολλά λάφυρα, όλμους, μυδράλια, τουφέκια, πυρομαχικά μοτοσικλέτες και ποδήλατα, ένα αντιαρματικό και τρεις αιχμαλώτους».
Ένα τέταρτο περίπου μετά τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του, ο Ανδρέας Μανουράς, δέχτηκε μια σφαίρα στο γόνατο. Έτσι δεν μπόρεσε να συνεχίσει και το πολυβόλο του σίγησε.
Να σημειώσουμε ότι από τους Μανουράδες, εκτός από το Μανόλη που σκοτώθηκε στου Κόρακα την Καμάρα, ο μικρότερος αδελφός Ευγένιος εκτελέστηκε αργότερα από τους Ναζί στο χωριό του, και ο Γιάννης Μανουράς εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι, με άλλους πατριώτες, για αντίποινα των Γερμανών μετά από ένα σαμποτάζ που έγινε κοντά στη Θήβα.
Πέρασε ο καιρός και ήρθε η λευτεριά.
Όπως διηγείται ο Ανδρέας Μανουράς, στο ντοκιμαντέρ της ΕΤ1, δέκα χρόνια μετά, θέλησε να κάνει ένα προσκύνημα στο σημείο που σκοτώθηκε ο αδελφός του Μανόλης. Εκεί που βάδιζε στην προκυμαία βλέπει έναν νεαρό λούστρο να τον φωνάζει.
Θεώρησε ότι θέλει να του βάψει τα παπούτσια και του είπε ότι δεν χρειάζεται. Η έκπληξή του όμως ήταν μεγάλη όταν άκουσε το νεαρό να τον ρωτά με έντονη τη συγκίνηση στο πρόσωπό του.
– Δεν με θυμάσαι κυρ λοχία; Δεν είναι το Γιωργιό που σου γέμιζα τις ταινίες για το πολυβόλο;
Κλαίγοντας έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
– Είδες πως κατάντησα κυρ λοχία; του είπε με παράπονο ο μικρός ήρωας δείχνοντας το κασελάκι του;
– Και τι σημασία έχει αυτό; απάντησε ο Μανουράς. Αρκεί να βγάζεις τίμια το ψωμί σου.
Από τότε κανένας δεν ξέρει κάτι για το Γιώργη Βεράκη, το 12χρονο παιδί, έναν ακόμα εθελοντή στη Μάχη της Κρήτης, που με την ταχύτητά και την επιδεξιότητά του, είχε κάνει το πολυβόλο που χειριζόταν ο Μανουράς να μεγαλουργήσει…».
Αναδημοσιευση Απο Ρεθεμνιωτικα Νεα