Δύσκολες μέρες και για τα δισκοπωλεία των Χανίων, λόγω κρίσης και «πειρατείας»

Λιγοστά είναι πλέον τα δισκοπωλεία και στην πόλη των Χανίων καθώς η οικονομική κρίση αλλά και η δυνατότητα που παρέχει το διαδίκτυο για ελεύθερη πρόσβαση στη μουσική έβαλε «τέλος» στην εποχή κατά την οποία οι αγοραστές έφευγαν από τα δισκάδικα με τα χέρια γεμάτα.

Χανιώτες δισκοπώλες μιλούν στα «Χανιώτικα νέα» για τα προβλήματα του κλάδου, ενώ Έλληνες καλλιτέχνες καταθέτουν τη δική τους άποψη για την επίδραση στη μουσική παραγωγή της ελεύθερης διακίνησης της μουσικής μέσω διαδικτύου.
Στα Χανιά έχουν μείνει 3 – 4 δισκάδικα κι αυτά, όπως λένε οι ιδιοκτήτες τους, με δυσκολία κρατιούνται… εν ζωή. Κάποια έχουν κλείσει δια παντός, κάποια άλλα έχουν μετατραπεί σε καφέ και κάποια άλλα έχουν προσθέσει μουσικά όργανα, dvd, gadgets, ρούχα κ.ά. Ακόμη και τα μεγάλα megastores, που κάποτε μονοπωλούσαν το αγοραστικό κοινό, δείχνουν να βρίσκονται σε τέλος εποχής…

«ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ»= ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΔΙΣΚΑΔΙΚΑ
Η «πειρατεία» στο διαδίκτυο οδήγησε σε μεγαλύτερη πτώση των πωλήσεων με αποτέλεσμα τα μικρά δισκοπωλεία να έχουν περιορίσει τη δραστηριότητά τους και να δουλεύουν πλέον με παραγγελίες. «Η περίοδος της ακμής μας ήταν τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σήμερα η ζήτηση είναι πεσμένη. Σίγουρα αυτό οφείλεται εν μέρει στην πειρατεία, μπορεί, όμως, να φταίει και το γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει πια λεφτά», σχολίασε στα «Χ.Ν.» ο κ. Βασίλης Μαυρουδής, ο οποίος από το 1988 διατηρεί το δισκοπωλείο «LA SI DO» στο κέντρο της πόλης.
«Η μεγάλη κάμψη ήρθε από το 2000», σύμφωνα με τον ίδιο κι αυτό, όπως λέει, έγινε, επειδή «υπήρξε μια μεταβατική περίοδος τη δεκαετία του ’90 που περνούσαμε σιγά – σιγά από το βινύλιο στο cd και η κλασική κασέτα έφευγε πια και ήρθε η μουσική σε ψηφιακή μορφή. Από το 2000 και μετά υπήρχε μια κίνηση που σιγά – σιγά έπεφτε και τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα. Τη δεκαετία του ’90 από όσες παραγωγές βγαίναν στην κυκλοφορία παραγγέλναμε το 90%. Τώρα έχουμε φτάσει να παίρνουμε πολύ επιλεκτικά μόνο το 20%».
«Στα Χανιά ήμασταν γύρω στα οκτώ με δέκα δισκοπωλεία και έχουμε μείνει τρία – τέσσερα. Ο προβληματισμός μας άρχισε, όταν έκλεισε το πρώτο δισκοπωλείο στην πόλη, γιατί δεν υπήρξε η ανάλογη δουλειά για να το στηρίξει. Οπότε ξέραμε ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα, όπως γνωρίζουμε ότι θα συνεχίσουμε κι εμείς κάποια στιγμή στην πορεία έτσι που πάει το πράγμα. Ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αρχίσει να κλείνουν πολλά δισκοπωλεία στα Χανιά και ξέρουμε ότι δυστυχώς αυτή θα είναι και η δική μας η πορεία. Το άσχημο είναι πώς εμείς δεν έχουμε στήριξη ούτε από τις εταιρείες αλλά ούτε από τους καλλιτέχνες».

CD ΜΕ ΔΕΚΑ ΕΥΡΩ
Όσο για τις τιμές τον cd, αυτές έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ, δηλαδή από 22 ευρώ που πωλούνταν πριν λίγα χρόνια, σήμερα -ακόμη και τα πιο εμπορικά- πωλούνται από 10 – 11 ευρώ. Ωστόσο, αυτή η μείωση από τις Δισκογραφικές Εταιρείες έγινε σύμφωνα με τον κ. Μαυρουδή «κατόπιν εορτής».
«Η μείωση των τιμών είναι κάτι που ζητούσαμε όλοι οι συνάδελφοι από τις Δισκογραφικές εδώ και δέκα χρόνια. Έπρεπε η τιμή να κατεβαίνει σταδιακά, φτάνοντας στο σημερινό επίπεδο έτσι ώστε ο κόσμος να μην αναγκαστεί να φύγει από τα δισκάδικα και να αναζητήσει άλλους τρόπους».
«Οι εταιρείες αλλάζουν πλέον τρόπους προώθησης των cd μάλλον μέσω νόμιμων sites ή μέσω των εφημερίδων που δεν ξέρουμε για πόσο θα συνεχιστεί. Έτσι και εμείς θα πρέπει να αλλάξουμε τρόπο πώλησης ίσως μέσω διαδικτύου. Πιστεύω ότι η αλλαγή αυτή θα επέλθει μέσα στα επόμενα 2 – 3 χρόνια», σημείωσε η σύζυγος του κ. Μαυρουδή, κα Κατερίνα.

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ
Ο κ. Κώστας Καλαϊτζάκης είναι ιδιοκτήτης ενός από τα πιο παλιά εναπομείναντα κεντρικά δισκοπωλεία της πόλης του «STUDIO 2000», στην πλατεία της Δημοτικής Αγοράς, το οποίο φέτος κλείνει 27 χρόνια ζωής.
«Το 1983 ήταν για τα δισκοπωλεία μια πολύ ζωντανή εποχή με αρκετή δουλειά. Τώρα μείναμε 2 – 3 και πάλι δεν δουλεύουμε. Πάμε για κλείσιμο. Η πτώση άρχισε σταδιακά τα τέσσερα τελευταία χρόνια και όσο πάει συνεχίζεται. Φέτος η κίνηση έχει μειωθεί κατά 50% σε σχέση με πέρυσι, κάθε χρόνο και χειρότερα. Η κρίση παίζει τον ρόλο της σε όλα τα καταστήματα, όμως, στα δισκάδικα η βασική αιτία είναι το ίντερνετ, αφού ο καθένας -και ειδικά οι νέες γενιές- μπορούν να κατεβάσουν μουσική δωρεάν. Επίσης ένα καινούργιο πρόβλημα που παρουσιάσθηκε είναι ότι δίνουν οι εταιρείες όλα τα καινούργια cd νέας κυκλοφορίας σε εφημερίδες και περιοδικά με μικρή τιμή έως 4 – 5 ευρώ πριν τα δώσουν σε εμάς. Στη συνέχεια τα δίνουν σε εμάς με υψηλότερη τιμή και στο τέλος οι πελάτες θα νομίζουν ότι τους «κλέβουμε» κιόλας. Αυτό συμβαίνει διότι οι καλλιτέχνες αλλά και οι εταιρείες που δεν κάνουν πωλήσεις βρήκαν με αυτόν τον τρόπο μια διέξοδο για να τις ανεβάσουν», τόνισε.
Ο ίδιος δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον των παραδοσιακών δισκάδικων καθώς όπως λέει: «Τα πράγματα είναι δύσκολα και έτσι θα είναι χρόνο με τον χρόνο. Σκέφτομαι να αλλάξω τη χρήση του καταστήματος και να το αξιοποιήσω αλλιώς, έτσι ώστε να έχω κι εγώ ένα εισόδημα και να μπορώ να ζω. Τώρα ίσα – ίσα βγαίνει ένα μεροκάματο για να πληρώσω τον υπάλληλο αλλά και για μένα».

ΚΡΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ο κ. Γιώργος Σκορδύλης λειτουργεί το δισκάδικο «Juke box» εδώ και δεκατρία χρόνια στα Στιβανάδικα. Ένα μεγάλο μέρος των δίσκων που εμπορεύεται ανήκουν στον χώρο της κρητικής παραδοσιακής μουσικής.
«Στην αρχή, κάθε χρονιά ήταν καλύτερη από την προηγούμενη μέχρι το 2004 που άρχισε η πτώση. Αυτό οφείλεται στις πολύ ακριβές τιμές των cd. Μόνο τον τελευταίο ενάμισι χρόνο άρχισαν να μειώνονται. Επίσης συνέβαλε σ’ αυτή την κατάσταση η φθορά με το διαδίκτυο, οι πλανόδιοι κ.ά. Οι εταιρείες έπρεπε να το σκεφτούν αυτό νωρίτερα. Οι συνάδελφοι πολλές φορές είχαμε κάνει παράπονα αλλά δεν ήθελαν να το καταλάβουν. Τώρα που το κατάλαβαν είναι λίγο αργά. Το γεγονός ότι από το συγκεκριμένο σημείο διέρχονται πολλοί ξένοι επισκέπτες αλλά και Έλληνες, που προτιμούν τα cd με Κρητική παραδοσιακή μουσική, έχει βοηθήσει. Ίσως επειδή οι Έλληνες στηρίζουν την παραδοσιακή μουσική θα κρατήσει για κάποια χρόνια ακόμη, θα αντέξουμε λίγο παραπάνω, όμως, θα έρθει η στιγμή που θα οδηγηθεί στην ίδια θέση με τις υπόλοιπες παραγωγές», τόνισε.

Κυβερνοπόλεμος…
Το 2000 ο κυβερνοχώρος «ταράζεται» από την κόντρα που ξεσπά ανάμεσα στο συγκρότημα των «Metallica» και στο «Napster», ένα δημοφιλές πρόγραμμα ελεύθερης διακίνησης αρχείων. Εκατομμύρια χρήστες σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούσαν το «Napster» για να ανταλλάξουν κάθε είδους ηλεκτρονικά αρχεία και φυσικά τραγούδια σε ψηφιακή μορφή. Η «σύγκρουση» της δημοφιλούς μέταλ μπάντας με τους «πειρατές» του κυβερνοχώρου σχολιάστηκε αρνητικά, δεδομένου ότι ήταν το πρώτο χτύπημα της μουσικής βιομηχανίας απέναντι στο ίντερνετ.
Σε συνέντευξη στον «Ταχυδρόμο» τον περασμένο Μάιο, ο μπασίστας των «Metallica», Roberto Trujillo, δήλωνε σχετικά: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι «Metallica» τα έβαλαν με το «Napster» γιατί «δημοσιοποίησε» ένα κομμάτι, το οποίο δεν είχαν καν ολοκληρώσει. Σαν να πουλάς έναν μισοτελειωμένο πίνακα. Βέβαια, τότε ήταν δύσκολο αυτό να γίνει κατανοητό. Oι «Metallica» φυσικά και δεν είναι εναντίον της τεχνολογίας. […] Άλλωστε πια όλες οι μπάντες δεν προσπαθούν να προστατεύσουν την καλλιτεχνική δημιουργία τους;».

ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Το τελευταίο διάστημα, σε όλη την Ευρώπη έχει εξαπλωθεί ένα συνεχές κυνηγητό κατά των πειρατών. Στη Γαλλία μάλιστα, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή νόμο με τον οποίο διώκονται όχι μόνο οι ιστοσελίδες που διακινούν ‘πειρατικό’ περιεχόμενο αλλά και οι χρήστες που το κατεβάζουν.
Η διάσημη ιστοσελίδα «Pirate bay», που εδρεύει στη Σουηδία, βρίσκεται σε συνεχή κόντρα με τη μουσική αλλά και την κινηματογραφική βιομηχανία. Τον περασμένο μήνα το σουηδικό Εφετείο μείωσε τις ποινές που είχαν επιβληθεί παλαιότερα στους δύο ιδρυτές του «Pirate bay» αλλά αύξησε τα πρόστιμα που τους είχαν επιβληθεί πρωτόδικα. Ο Φρέντρικ Νέιτζ, 32 ετών, καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση, ο Πέτερ Σούντς, 32 ετών, σε 8 μήνες και ο επιχειρηματίας που χρηματοδοτούσε την ιστοσελίδα, Καρλ Λούντστρομ, σε 4 μήνες φυλάκιση, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου.

Γιάννης Ζίγκιρης: «Δισκογραφία; Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε…»
Για το τέλος της δισκογραφίας, με κύρια ευθύνη των Δισκογραφικών Εταιρειών, μίλησε στα «Χανιώτικα νέα» ο κ. Γιάννης Ζίγκιρης, τονίζοντας, όμως, παράλληλα πως η πειρατεία καταστρέφει και τους ίδιους τους δημιουργούς.
»Σε μια εποχή με τόση μουσική τριγύρω -στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στα ταχυφαγεία, στα εμπορικά κέντρα, στα σούπερ μάρκετ, στα iPad, στα κινητά- με πειρατικά πάμφθηνα cd, γίνεται να έχει ξοφλήσει η μουσική; Ίσως όχι. Η δισκογραφία, όμως, μπορεί», σχολιάζει ο στιχουργός, συνθέτης και ερμηνευτής από το συγκρότημα «Ρόδο του ανέμου».
Όπως εξηγεί στα «Χ.Ν.», μια χαμηλού κόστους παραγωγή χρειάζεται τουλάχιστον 8 – 10.000 ευρώ μόνο για το στούντιο και για να φτάσει ο δίσκος στα ράφια των καταστημάτων το κόστος πολλαπλασιάζεται. «Διαιρέστε αυτό το κόστος με τις χαμηλές πωλήσεις και θα δείτε ένα μηδαμινό κέρδος».
Ο κ. Γιάννης Ζίγκιρης, καταλογίζει ευθύνες στις Δισκογραφικές για την τιμολογιακή πολιτική τους αλλά και για την «εμπορική» τακτική που ακολουθούσαν, όμως, θέτει και τους ίδιους τους… πειρατές προ των ευθυνών τους. «Αν οι βραδινές μας έξοδοι μας επιβαρύνουν οικονομικά, τότε τις κόβουμε. Αν τα δύο πακέτα τσιγάρα αποτελούν οικονομική αιμορραγία για τον διαρκώς συρρικνούμενο μισθό ή κόβουμε το κάπνισμα ή το μειώνουμε σε ένα πακέτο ή παίρνουμε πιο φθηνά τσιγάρα. Δεν τα κλέβουμε από το περίπτερο. Γιατί, όμως, θεωρεί όλος ο κόσμος την αντίστοιχα παράνομη συμπεριφορά ως προς τη μουσική αποδεκτή; Γιατί απλώνουμε το χέρι μας και βουτάμε χωρίς τύψεις την πνευματική ιδιοκτησία κάποιου; Από που θα αμειφθούν οι καλλιτέχνες, ώστε ανεμπόδιστα να αφοσιωθούν στην τέχνη τους;», διερωτάται και επισημαίνει: «Όλοι όσοι κατεβάζουμε μουσική δεν έχουμε την παραμικρή υποψία για το τι θα γίνει, αν οι αγαπημένοι μας καλλιτέχνες μείνουν άνεργοι. Και αν στη θέση τους μαζευτούν κουτσοί – στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα του διαδικτύου, να βγάλουν τα απωθημένα τους. Γιατί κακά τα ψέματα, μπορεί το σύστημα να προωθούσε πάντα συγκεκριμένα πράγματα, που ήταν ευτελή και εύκολα, αλλά αποτελούσε και ένα φρένο στον κάθε πικραμένο που επιθυμούσε να κάνει το κομμάτι του».
Αντιλαμβανόμενος ότι το πρόβλημα έχει δύο προσεγγίσεις, ο κ. Γιάννης Ζίγκιρης συνοψίζει τον προβληματισμό του στην εξής σκέψη: «Ας υποθέσουμε πως βρισκόμαστε σε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση, στη δίνη ενός στροβίλου ή σε μια τρικυμία που κινδυνεύουν δύο και πρέπει να βοηθήσουμε μόνο τον ένα. Ανεξάρτητα με τη στρεβλή εικόνα που έχουμε για το θέμα και όσο και αν αδικούμε τις Δισκογραφικές και το συνάφι τους, αν πρέπει να διαλέξουμε ποιον θέλουμε πραγματικά να σώσουμε, τη μουσική ή τη δισκογραφία, ε τότε τη δισκογραφία να ζήσουμε να τη θυμόμαστε!».

Λεωνίδας Μαριδάκης: «Ο κόσμος ξέμαθε να αγοράζει μουσική»
Την ανάγκη να βρεθεί μια λύση που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές, επεσήμανε μιλώντας στα «Χανιώτικα νέα» ο κ. Λεωνίδας Μαριδάκης. Ο Χανιώτης τραγουδοποιός ανέφερε ότι η ελεύθερη διακίνηση της μουσικής μέσω του διαδικτύου είναι ένα θέμα που απασχολεί τον καλλιτεχνικό χώρο έντονα τον τελευταίο καιρό. «Οι νέες τεχνολογίες προσέφεραν νέες δυνατότητες σε αυτούς που αναζητούν μουσική. Πλέον μπορεί κάποιος να έχει γρήγορη και δωρεάν πρόσβαση», σημειώνει, επισημαίνοντας παράλληλα τις ευθύνες των Δισκογραφικών Εταιρειών στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. «Πέρασε μια μεταβατική περίοδος που ακόμα ο κόσμος δεν είχε την κουλτούρα του να κατεβάζει μουσική. Σε εκείνο το διάστημα οι εταιρείες έκαναν λάθος κατά τη γνώμη μου. Για να καλύψουν τη χασούρα από τη μείωση των πωλήσεων αύξησαν τις τιμές των δίσκων. Εκεί ο κόσμος μοιραία στράφηκε στο διαδίκτυο για να βρει αυτό που θέλει με τον εύκολο και δωρεάν τρόπο».
Σταδιακά, όπως επισημαίνει ο κ. Λεωνίδας Μαριδάκης, «αναπτύχθηκε μια νέα κουλτούρα, η οποία εμπέδωσε στο μυαλό του κόσμου ότι τα cd από τα δισκοπωλεία είναι ακριβά. Έτσι ο καταναλωτής δεν θα αγοράσει ή θα αγοράσει ελάχιστα cd για ένα δώρο ή κάτι που αγαπάει πάρα πολύ. Γενικά ο κόσμος ξέμαθε να αγοράζει μουσική».
Ο Χανιώτης τραγουδοποιός εξηγεί στα «Χανιώτικα νέα» ότι υπάρχει από τη μία πλευρά το δικαίωμα στην ελεύθερη πρόσβαση σε ένα πολιτιστικό αγαθό, όπως είναι η μουσική, αλλά από την άλλη υπάρχει και η ανάγκη του δημιουργού να βγάλει τα προς το ζην. «Πρέπει να βρεθεί μια φόρμουλα, ώστε να μπορούν να αμείβονται για τη δουλειά που κάνουν οι καλλιτέχνες. Τα στούντιο κοστίζουν και γενικά η όλη διαδικασία παραγωγής απαιτεί αρκετά χρήματα. Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις. Μία από αυτές είναι να υπάρχει ένα πάγιο στους λογαριασμούς των παρόχων ίντερνετ, το οποίο θα αφορά το δικαίωμα των δημιουργών για αυτούς που κατεβάζουν από το ίντερνετ. Έτσι θα αποδίδεται ένα ποσοστό από τους λογαριασμούς στους δημιουργούς. Πρακτικά δεν ξέρω πώς θα εφαρμοστεί αλλά είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Απλά θα πρέπει να προσέξουμε να μην κερδοσκοπούν οι εταιρείες σε βάρος των συνδρομητών και να μοιράζεται δίκαια αυτό το ποσό στους δημιουργούς».
Όσον αφορά την τάση που εμφανίζεται τώρα τελευταία και θέλει κάποιους καλλιτέχνες να διανέμουν τη δουλειά τους ελεύθερα μέσω ίντερνετ ή μέσω εφημερίδων, ο Χανιώτης μουσικός σχολιάζει: «Το cd έχει μία αίσθηση του προμόσιον στην εποχή μας. Κάποιος περιμένει να γίνει γνωστή η δουλειά του από το cd και προσδοκά να βγάλει χρήματα από τις ζωντανές εμφανίσεις του».
Καταλήγοντας, ο κ. Λεωνίδας Μαριδάκης ανέφερε ότι «γενικά υπάρχει κρίση που πλήττει και τη μουσική. Η πολιτεία προσεγγίζει πολύ πρόχειρα το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων και παρατηρείται νομοθετικό κενό. Υπάρχει ένας διάλογος στον καλλιτεχνικό κόσμο, το θέμα απασχολεί τους δημιουργούς και αναζητείται μια φόρμουλα που θα δώσει λύση».

Θανάσης Γκαϊφύλιας: «Είμαστε σε μια μεταβατική φάση σύγχυσης»
Τη δική του άποψη για το ζήτημα της διακίνησης μουσικής μέσω διαδικτύου κατέθεσε στα «Χανιώτικα νέα» ο στιχουργός, συνθέτης και ερμηνευτής, κ. Θανάσης Γκαϊφύλιας.
«Έχει δύο όψεις αυτό το νόμισμα. Από τη μια πλευρά είναι αρνητικό γιατί έχει σακατέψει τη μουσική παραγωγή, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά παγκοσμίως. Από την άλλη πλευρά, όμως, το κλειστό λόμπι, που κάποτε ήταν οι Δισκογραφικές Εταιρείες, έχει πάψει πια να έχει εξουσία και τώρα μπορούν και οι πιο άγνωστοι καλλιτέχνες -από άγνωστοι έως τα ψώνια- να διακινήσουν τα όνειρά τους στο διαδίκτυο και ίσως βρουν την τύχη τους κάποια στιγμή», σχολιάζει φέρνοντας ως τρανό και επιτυχημένο παράδειγμα της ελληνικής σκηνής τη Μόνικα.
«Οι νέοι κάποια στιγμή θα βρουν έναν δρόμο που τον έχουμε χάσει εμείς οι παλιότεροι και θα επαναπροσδιορίσουν τα πράγματα, τις καταστάσεις, τους τρόπους, τους δίαυλους επικοινωνίας. Ολα αυτά θα τα επαναπροσδιορίσουν ως ‘προ διαδικτύου και μετά διαδικτύου’».
Ο κ. Γκαϊφύλιας σχολιάζει την κατάσταση αυτή ως «συνεπακόλουθο της τεχνολογικής εξέλιξης», υποστηρίζοντας ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση. «Είμαστε σε φάση σύγχυσης μέχρι να ξαναβρεί η δισκογραφία τον βηματισμό της επάνω σε νέα δεδομένα· όχι έτσι όπως τα ξέραμε. Και δεν είναι μόνο η διακίνηση, όπως την εννοούσαμε μέσω δισκοπωλείων. Είναι γενικά η άποψη και το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη μουσική παραγωγή πλέον. Έχει φύγει από αυτή την ιστορία. Δεν υπάρχουν πια εταιρείες που θα επενδύσουν επάνω σε καταξιωμένους όχι σε νέους καλλιτέχνες. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο κόσμος αλλάζει. Έχουμε βγάλει πια το παλιό πουκάμισο, να δούμε τι κρύβει το καινούργιο και πού θα μας οδηγήσει. Προφητεία είναι πολύ δύσκολο να γίνει».

Πηγή: «Χανιώτικα Νέα»