Διαδρομή στο χρόνο από το 1833 μέχρι σήμερα

Ποιοι υπηρέτησαν ως γενικοί διοικητές και κρατικοί περιφερειάρχες στην Κρήτη

Eνας θεσμός με ιστορία 177 χρόνων, αυτός της Νομαρχίας, κλείνει και τυπικά τον κύκλο του σε λίγες μέρες. Από την κρατική νομαρχία του 1833 και τους δεκάδες μετακλητούς νομάρχες, η Ελλάδα πέρασε πριν 16 χρόνια, το 1994, στην αιρετή Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και ο «Καλλικράτης» του 2010 σηματοδότησε το τέλος του θεσμού.

Παράλληλα, η νέα καλλικρατική δομή της Αυτοδιοίκησης βάζει την σφραγίδα τέλους, ύστερα από 24 χρόνια και στην Κρατική Περιφέρεια. Οι αιρετοί νομάρχες, όπως και οι κρατικοί περιφερειάρχες, στις 31 Δεκεμβρίου παραδίδουν τις αρμοδιότητες τους στο νέο διοικητικό καθεστώς, αυτό των Αιρετών Περιφερειών και στους πρώτους αιρετούς περιφερειάρχες και αντιπεριφερειάρχες.

Η πρώτη απόπειρα εφαρμογής μοντέλου περιφερειακής διοίκησης, ιστορικά ανάγεται στην περίοδο της Αντιβασιλείας (1833-1836). Την συγκεκριμένη περίοδο (1831-1/7/1835), πραγματοποιήθηκε η πιο καινοτόμα ίσως παρέμβαση στην κατεύθυνση της οργάνωσης ενός περιφερειακού συστήματος διοίκησης. Για πρώτη φορά τέθηκε σε εφαρμογή ο θεσμός των νομαρχιών και ο θεσμός του Νομαρχιακού και του Επαρχιακού Συμβουλίου που έτυχε μεγάλης αποδοχής από την ελληνική κοινωνία, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την τοπική διοίκηση και καθιερωμένο σχήμα περιφερειακής διοίκησης μέχρι και σήμερα.

Ειδικότερα, με το Βασιλικό Διάταγμα της 3/15 Απριλίου του 1833 «Περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του» η ελληνική επικράτεια χωρίζεται σε δέκα νομούς και 47 επαρχίες. Επικεφαλής σε κάθε νομό τίθεται ο νομάρχης, ως κρατικό όργανο και ως ανώτατη διοικητική διεύθυνση του νομού, συνεπικουρούμενος στο έργο του από νομαρχιακό συμβούλιο με συμβουλευτικό ρόλο, εκλεγόμενο από τους διοικούμενους.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 25 Απριλίου του 1833 με το νέο Βασιλικό Διάταγμα «Περί της αρμοδιότητας των νομαρχών και περί της κατά τας νομαρχίας υπηρεσίας» ορίζονται οι αρμοδιότητες και τα υπηρεσιακά όργανα της νομαρχίας.

Ο νομάρχης υπηρεσιακά υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών, αρμοδιότητα του οποίου ήταν η οργάνωση της περιφερειακής διοίκησης, και ασκεί αρμοδιότητες όλων των γραμματειών πλην αυτών της δικαιοσύνης, των στρατιωτικών και των ναυτικών.

Η νομαρχία θεσπίζεται ως υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών με σκοπό να βοηθά το νομάρχη στην εκπλήρωση του έργου του και στελεχώνετε από το διευθυντή και το γραμματέα.

Αρμοδιότητες ειδικές του νομάρχη ήταν ο εποπτικός έλεγχος στις συζητήσεις των επαρχιακών και δημογεροντικών (δημοτικών) συμβουλίων, η διατήρηση της τάξης στις συνελεύσεις των πολιτών, η διατήρηση της κοινής ησυχίας και της ασφάλειας των πολιτών, η περίθαλψη φτωχών και ανθρώπων που αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, η προστασία της δημόσια υγείας, της παιδείας, της ατομικής περιουσίας και της θρησκευτικής ελευθερίας ενώ παράλληλα αποδεχόταν και τα παράπονα των πολιτών.

Στον νομάρχη υπαγόταν ο έπαρχος και όλες οι κατά τόπους δημόσιες υπηρεσίες ενώ αργότερα με το Βασιλικό Διάταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1833/8ης Ιανουαρίου 1834 εδόθη στους νομάρχες η δυνατότητα να ορίζουν τους δημάρχους στους Δήμους με πληθυσμό κάτω από δύο χιλιάδες άτομα.

Είχαν δικαίωμα να ακυρώσουν ή να τροποποιήσουν τις κατατεθείσες προς έγκριση από τα δημοτικά συμβούλια αποφάσεις ενώ αυτές ήταν εκτελεστές μόνο αν δεν είχε εκδοθεί απαγορευτική απόφαση από τον νομάρχη για διάστημα 15 ημερών από την ημέρα της προς έγκριση κατάθεση τους.

Οι νομάρχες ενώ ήταν υποχρεωμένοι τουλάχιστον μια φορά το χρόνο να περιοδεύουν το νομό τους προκειμένου να διαπιστώνουν τη διοικητική του κατάσταση και κατόπιν να υποβάλουν έκθεση με τις παρατηρήσεις τους στο υπουργείο Εσωτερικών από το οποίο έπρεπε να πάρουν άδεια προκειμένου να απομακρυνθούν από το νομό της ευθύνης τους.

Οι δέκα πρώτοι νομάρχες του ελληνικού κράτους επιλέχθηκαν μέσα από τα πλέον καταξιωμένα πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας και η τοποθέτησή τους πραγματοποιήθηκε μέσα σε κλίμα ευφορίας με την απόφαση της 23 Απριλίου/8 Μαΐου του 1833 «Περί διορισμού των νομαρχών δια τους δέκα νομάρχες του βασιλείου της Ελλάδος».

Ήταν οι: Φραγκίσκος Μαύρος (Αργολίδος και Κορινθίας), Γεώργιος Γλαράκης (Αχαΐας και Ήλιδος), Δημήτριος Χρηστίδης (Μεσσηνίας), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Αρκαδίας), Ανδρέας Μεταξάς (Λακωνίας), Αναγνώστης Μοναρχίδης (Ακαρνανίας και Αιτωλίας ), Ιωάννης Αμβροσιάδης (Φωκίδος και Λοκρίδος), Μ. Σχινάς (Αττικής και Βοιωτίας), Γεώργιος Αινιάν (Εύβοιας), και Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (Κυκλάδων).

Ο πρώτος μετακλητός νομάρχης Ρεθύμνου

Το Ρέθυμνο διοικείται για πρώτη φορά από νομάρχη το 1899 όταν ο νόμος ΒΧΕ της 6ης Ιουλίου του 1899 («Περί Νομών και της διοικήσεως αυτών») αναγόρευε το νομό σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και όριζε το πλαίσιο λειτουργίας του Β΄ Βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθιερώνοντας ένα τριμερές σχήμα που αποτελείτο από το νομάρχη, το Νομαρχιακό Συμβούλιο και τη Νομαρχιακή Επιτροπή. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικό σύστημα που καθόριζε επακριβώς τις αρμοδιότητες κάθε οργάνου, όπως επίσης και τις σχέσεις κράτους και αυτοδιοίκησης, με το νομάρχη σε διττό ρόλο, αυτόν του οργάνου διοίκησης του νομού, αλλά παράλληλα του εποπτεύοντος οργάνου της κρατικής εξουσίας.

Ο πρώτος νομάρχης Ρεθύμνου, το 1899 ήταν ο Αντώνιος Βορεάδης-Παπαδάκης. Και τι σύμπτωση! Νομάρχης με το επώνυμο Παπαδάκης κλείνει και την αυλαία του θεσμού.

Από το 1899 έως το 2010 συνολικά 55 νομάρχες, διορισμένοι και αιρετοί αλλά στην συντριπτική τους πλειοψηφία διορισμένοι, πέρασαν από την καρέκλα του Μεγάρου της σημερινής πλατείας Ηρώων Πολυτεχνείου.

Με το νόμο 3200 του 1955 καθιερώθηκε η κρατική νομαρχία

Μπορεί να καθιερώθηκε ο θεσμός της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης το 1833 ωστόσο συν τω χρόνω και ειδικότερα μετά το 1936 παρήκμασε, παραμελήθηκε καθώς εν τω μεταξύ οι αυξημένες αρμοδιότητες των Γενικών Διοικήσεων, οι οποίες καθιερώθηκαν το 1912 ασκούσαν την εξουσία στις περιοχές της Ελλάδας που απελευθερώθηκαν με τους πολέμους του 1912-13, είχαν ουσιαστικά ακυρώσει τον θεσμό. Είχαν αφαιρεθεί αρμοδιότητες από τους νομάρχες και είχαν παραχωρηθεί στους γενικούς διοικητές.

Το 1950, αρχίζει και πάλι να αποκτούν ρόλο οι νομαρχίες οπότε αποδίδονται στους νομάρχες όλες οι αρμοδιότητες και αφαιρούνται από τους γενικούς διοικητές, των οποίων ο ρόλος πλέον κατέστη μάλλον διακοσμητικός και ανενεργός.  Το οριστικό τέλος της γενικής διοίκησης έφτασε πέντε χρόνια μετά, με το νόμο 3200 του 1955 «Περί Διοικητικής αποκέντρωσης», ο οποίος θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου. Ο νόμος έθεσε τέρμα σε μία διαμάχη που διήρκησε 42 χρόνια ανάμεσα στους δύο θεσμούς, της γενικής διοίκησης και της νομαρχίας. Οι νομάρχες μέχρι και το 1994 διορίζονται από την κυβέρνηση.

Οι γενικοί διοικητές Κρήτης

Η Γενική Διοίκηση επανέρχεται στην χώρα μας με τον «Καλλικράτη» με άλλο ρόλο και άλλες αρμοδιότητες φυσικά απ’ αυτές του μακρινού παρελθόντος.

Ιστορικά όμως να αναφέρουμε ότι συνολικά 47 γενικοί διοικητές υπηρέτησαν στην Κρήτη από το 1912 έως το 1955.

Πρώτος γενικός διοικητής του νησιού ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, την περίοδο 1912-1913. Ακολούθησαν χρονολογικά οι: Γεώργιος Πλουμίδης (1913), Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος (1913-1915), Ιωάννης Τσιριμώκος (1915-1917), Σωτήριος Κροκιδάς (1917-1920), Κωνσταντίνος Τσαλδάρης (1921-1922). Το 1922 υπηρέτησαν τρεις γενικοί διοικητές, οι: Γεώργιος Καρπετόπουλος, Πολυχρόνης Πολυχρονίδης και Δημήτριος Τομπάζης Μαυροκορδάτος. Στη συνέχεια, Περικλής Μαζαράκης (1923), Πέτρος Ευριπαίος (1924), Νικόλαος Παρίτσης (1925), Μανούσος Κούνδουρος και Νικόλαος Ζουρίδης (1926), Τίτος Γεωργιάδης (1927-1928), Γεώργιος Κατεχάκης (1929-1931), Νικόλαος Ασκουτσής (1931-1932), Βασίλειος Μεϊμαράκης και Μιχαήλ Καταπότης (1932).

Ακολουθούν οι: Ιωάννης Μουτζουρίδης (1933-1934), Ιωάννης Αποσκίτης (1934-1935). Το 1935 υπηρετούν στην Κρήτη τρείς γενικές διοικητές, οι: Γεώργιος Τσόντος, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος και Γεώργιος Φραγκιαδάκης.

Στη συνέχεια, Παναγιώτης Σφακιανάκης (1936-1941) Εμμανουήλ Λουλαδάκης (1941-1942), Ιωάννης Πισσαδάκης (1943-1944), Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης και Νικόλαος Παπαδάκης (1945), Μανούσος Βολουδάκης (1945-1946), Διονύσιος Βούλτσος (1946), Εμμανουήλ Παπαδογιάννης (1946-1947), Ευάγγελος Δασκαλάκης και Χρήστος Τζιφάκης (1947).

Τρείς γενικοί διοικητές υπηρετούν στο νησί από το 1947 έως το 1950, οι: Εμμανουήλ Μπακλατζής (1947-1948), Αναστάσιος Χομπίτης (1948) και Πολυχρόνης Πολυχρονίδης (1948-1950).

Από το 1950 έως το 1955 οπότε και καταργείται ο θεσμός της γενικής διοίκησης, στην Κρήτη υπηρέτησαν οι: Νικόλαος Κρασαδάκης, Στυλιανός Κούνδουρος και τελευταίος ο Ιωάννης Κονωτιάκης.

δείτε ολόκληρο το άρθρο στα Ρεθεμνιώτικα Νέα