«Κανονιές» στην αγορά λαδιού. Λουκέτο ετοιμάζονται να βάλουν επιχειρήσεις στην Κρήτη

Τα πλέον δυσοίωνα μηνύματα έρχονται από την αγορά του ελαιολάδου, με επιχειρήσεις στην Κρήτη να ετοιμάζονται δυστυχώς για λουκέτο, αφού οι ακάλυπτες επιταγές πάνε από χέρι σε χέρι, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί ελαιοπαραγωγοί στο Νομό Ηρακλείου και στο νησί γενικότερα βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, μιας και δεν έχουν πληρωθεί ακόμη για το περσινό λάδι.

Και όλα αυτά τη στιγμή που η νέα σοδειά βρίσκεται προ των πυλών. Οι ελαιοπαραγωγοί είναι σε αδιέξοδο με όσα έχουν υποστεί πέρυσι και όσα ακούνε ότι θα συμβούν φέτος.

Η σεζόν που θα ξεκινήσει περίπου σε έναν μήνα φαίνεται πως θα είναι η χειρότερη των τελευταίων χρόνων, με τις φήμες για «λουκέτο» αρκετών επιχειρήσεων επεξεργασίας και εμπορίας λαδιού να είναι εντονότερες από ποτέ.

Όπως είναι γνωστό, η εσωτερική αγορά στην Κρήτη περιλαμβάνει περισσοτέρους από 600 ενδιάμεσους πωλητές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κυρίως Ιδιωτικά και Συν/κά Ελαιοτριβεία (560 στο σύνολο), 10 Ενώσεις και περίπου 30 χονδρέμποροι.

Η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τα λάθη που έφεραν την πλήρη απαξίωση στο προϊόν έχουν οδηγήσει κάποιους από αυτούς σε οριακό σημείο.

Και τα χειρότερα έρχονται αφού τη νέα ελαιοκομική περίοδο οι τιμές που θα διαμορφωθούν στην αγορά ίσως κατρακυλήσουν και σε επίπεδα κάτω του 1,85 ευρώ, τιμή η οποία δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής.

Βασική αιτία, σύμφωνα με τους αγρότες, για την όλη κατάσταση, είναι τα «παιχνίδια» και τα καρτέλ που υπάρχουν, από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, αλλά και τα λάθη που έχουν συμβεί στον τομέα της τυποποίησης.

Οι χώρες με τη μεγαλύτερη δύναμη στο χώρο, όπως η Ιταλία και η Ισπανία -η οποία αναμένεται να ξεπεράσει του1.800.000 τόνους παραγωγή- ελέγχουν τουλάχιστον το 80% της παγκόσμιας αγοράς, επηρεάζοντας παράλληλα αρνητικά και τις υπόλοιπες χώρες – παραγωγούς, όπως η Ελλάδα. Έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ολιγοπώλιο, το οποίο αν συνεχιστεί, η υπάρχουσα εικόνα στην αγορά θα γίνει μονοπώλιο.

Η τοπική αγορά είναι δυστυχώς σε τραγική κατάσταση, καθώς σύμφωνα με όσα ακούγονται ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε κακή οικονομική θέση. Αυτές οι επιχειρήσεις έχουν κυκλοφορήσει ακάλυπτες επιταγές, οι οποίες έχουν αλλάξει χέρια, δημιουργώντας κατά συνέπεια ένα αλαλούμ την αγορά.

Τα προβλήματα έχουν συσσωρευθεί, ενώ έχει δημιουργηθεί μια αλυσίδα άλυτων ζητημάτων, τα οποία ξεκινούν από τα ελαιουργεία, πάνε στους εμπόρους και από εκεί στους ελαιοπαραγωγούς αλλά και επιχειρηματίες. Μάλιστα, κάποιοι λένε πως η φετινή χρονιά θα είναι η πρώτη κατά την οποία ένας παραγωγός δεν θα μπορεί να «κόβει» το λάδι του όποτε θέλει, αλλά θα το κάνει όποτε έχει χρήματα ο έμπορος!

Και το θέμα είναι ότι με την κακή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στο χώρο του ελαιολάδου και την αγορά γενικότερα, δεν φαίνεται να υπάρχει λύση στο μέλλον, με τα «κανόνια» στην αγορά του λαδιού ήδη να ετοιμάζονται.

Η σεζόν που θα ξεκινήσει περίπου σε έναν μήνα φαίνεται πως θα είναι η χειρότερη των τελευταίων χρόνων, με την ποιότητα του προϊόντος να είναι πλήρως απαξιωμένη. Οι τιμές που θα διαμορφωθούν στην αγορά ίσως κατρακυλήσουν και σε επίπεδα κάτω του 1,85 ευρώ, τιμή η οποία δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής

Απαιτείται… καλλικρατική αναδόμηση στο χώρο

Όπως επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης, η ανεξέλεγκτη προσφορά στα μεγαθήρια των διεθνών μονοπωλίων πρέπει να συγκεντρωθεί σε λιγότερες από 10 μεγάλες μονάδες στην Κρήτη.

«Η νέα σοδειά ελαιολάδου βρίσκεται πλέον “επί θύραις” και η αγωνία των ελαιοπαραγωγών φαίνεται να κορυφώνεται και να επικεντρώνεται περισσότερο στις εξελίξεις που θα υπάρξουν στις τιμές από ότι στο πόσο μεγάλη θα είναι η ποσότητα και πόσο καλή θα είναι η ποιότητα του προϊόντος.

Και αιτία βασική για την όλη κατάσταση είναι προφανώς οι δομές, οι διαπλοκές, οι αδιαφάνειες και οι παρασιτισμοί που έχουν διαμορφωθεί σε όλο το φάσμα της αγοράς από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση και βέβαια στο τμήμα της διακίνησης από την παραγωγή μέχρι την τυποποίηση που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους παραγωγούς» επισημαίνει.

Τα διεθνή ολιγοπώλια

Ενώ κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών ελαιολάδου χύμα, σύμφωνα με τον επιστημονικό σύμβουλο του ΣΕΔΗΚ, ασκούν οι λίγες μεγάλες διεθνείς αγροδιατροφικές αλυσίδες, οι οποίες ελέγχουν το 70-80% της παγκόσμιας αγοράς και λειτουργώντας σαν ολιγοπώλια καθορίζουν τις τιμές, χωρίς κανέναν ανταγωνισμό μεταξύ τους, όσο μπορούν χαμηλότερες.

Ωστόσο, μέτρα από την πλευρά της Ε.Ε. στις επιχειρήσεις αυτές, με τις παρούσες συνθήκες, δεν θα πρέπει να αναμένονται, ενώ αντιστάσεις από την πλευρά των παραγωγών στην προσφορά του προϊόντος, με τη σημερινή διάρθρωση της εσωτερικής αγοράς, δεν φαίνονται εφικτές.

«Τα ελαιοτριβεία, που ανέρχονται σε 560, συνήθως πωλούν (“κόβουν”) το ελαιόλαδο μετά από συνεννόηση με τους παραγωγούς, αλλά δεν λείπουν ως φαίνεται και οι περιπτώσεις που πωλήσεις γίνονται και χωρίς συνεννόηση, καθώς και περιπτώσεις αδυναμίας εξόφλησης ή και περιπτώσεις πτώχευσης ελαιουργείων. Οι πωλήσεις από τα ελαιοτριβεία γίνονται σε ποσότητες βυτίων (25-30 τόνων), συνήθως με τιμολόγια τρίτων, ενώ η πληρωμή γίνεται είτε άμεσα είτε με επιταγές σε μεταγενέστερο χρόνο.

Με τον τρόπο αυτόν στην πράξη το ελαιόλαδο προσφέρεται χωρίς να γίνεται καμιά διαπραγμάτευση, αφού οι ενδιάμεσοι απολαμβάνουν τις προμήθειές τους μάλλον ανεξάρτητα από τις τιμές και αρκετές φορές οι πωλήσεις γίνονται και κάτω από την πίεση να αδειάσουν οι δεξαμενές. Έτσι, οι τιμές που διαμορφώνονται δεν είναι οπωσδήποτε οι καλύτερες για τους ελαιοπαραγωγούς» καταλήγει.

Μοναδική λύση σωτηρίας η συνένωση

Μοναδική λύση, σύμφωνα με τον επιστημονικό σύμβουλο του ΣΕΔΗΚ δρ. Νίκο Μιχελάκη, είναι η συνένωση των εκατοντάδων επιχειρήσεων. Επιβεβαίωση της άποψης αυτής είναι οι λίγες περιπτώσεις Συν/κων Οργανώσεων όπου το ελαιόλαδο πωλείται σε μεγάλες ποσότητες με διαγωνισμούς, με τις τιμές που επιτυγχάνονται να είναι σαφώς υψηλότερες κατά 20-40 λεπτά, όπως παρατηρήθηκε φέτος στις περιπτώσεις των Συνεταιρισμών Κριτσάς, Παπαγιαννάδων, Γαργαλιάνων (Πελοποννήσου), καθώς και των Ενώσεων, Λακωνίας, Μεσσηνίας που με διαγωνισμούς εξασφάλισαν τιμές μέχρι και 2,40-2,55 ευρώ ανά κιλό.

«Υπάρχει επομένως θέμα αναδόμησης της εσωτερικής μας αγοράς που ασφαλώς πρέπει να έχει καλλικρατική μορφή, ώστε να επιτρέψει τη συγκέντρωση της προσφοράς σε μικρό αριθμό μεγάλων μονάδων σε όλη την Κρήτη.

Οι πωλητές ελαιολάδου στο νησί, που συνολικά ανέρχονται σε περίπου 600 (560 ελαιουργεία + 10 ΕΑΣ + 30 έμποροι), πρέπει να βρεθεί τρόπος προς το συμφέρον το δικό τους και των ελαιοπαραγωγών να συγχωνευτούν σε 10 το πολύ μονάδες σε όλη την Κρήτη, ώστε κάθε μια να έχει δυναμικότητα περίπου 10 χιλ. τόνων.

Οι εταιρικοί τύποι της μεταξύ τους συγχώνευσης μπορεί να προταθούν από ειδικούς και φυσικά να βασιστούν σε μορφές που να επιτρέπουν ελέγχους, να διασφαλίζουν την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία τους και κυρίως να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους εταίρους και στους παραγωγούς».

Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη, οι νέες αυτές μονάδες θα πρέπει, με δεδομένες της σημερινές συνθήκες αλλά και της προοπτικές που υπάρχουν, να περιλαμβάνουν στους σχεδιασμούς τους διάθεση ελαιόλαδου και χύμα αλλά και τυποποιημένου. Και προφανώς υπόψη πρέπει να ληφθούν και να αξιοποιηθούν και οι σχολάζουσες σήμερα μονάδες, Σσυν/κες ή ιδιωτικές που διαθέτουν σύγχρονες αποθήκες και τυποποιητήρια.

«Οπωσδήποτε σημαντικό πλεονέκτημα στις μονάδες αυτές θα πρέπει να είναι η αξιοποίηση των ποσοτήτων του προϊόντος που διατηρούνται αποθηκευμένες και επομένως αποτελούν ένα κεφάλαιο που σχολάζει άτοκο. Ήδη κάποιες συζητήσεις γίνονται αλλά δεν ξέρουμε αν τελεσφορήσουν.

Βέβαια, για μια τέτοια αναδόμηση της αγοράς, θα απαιτηθούν οπωσδήποτε μπροστάρηδες και κεφάλαια. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αποκλειστεί ο ρόλος και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ούτε βέβαια και ο ρόλος της Πολιτείας από την άποψη της αξιοποίησης αναπτυξιακών νόμων ή και επιχορηγήσεων» σημειώνει ο κ. Μιχελάκης.

[Τόλμη]